Δ Δημοτικού: Η μάχη των Θερμοπυλών και η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη Στερεά Ελλάδα, 4.000 περίπου αρχαίοι Έλληνες στρατιώτες περιμένουν μια επίθεση επικών διαστάσεων. Σύντομα θα αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη πολεμική δύναμη, που είχε ποτέ συγκεντρωθεί μέχρι την εποχή εκείνη: σχεδόν 300.000 στρατιώτες της ισχυρής Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ηγέτες των Ελλήνων είναι 300 από τους πιο άγριους πολεμιστές της αρχαιότητας, οι Σπαρτιάτες, που θα λέγαμε ότι ήταν η δύναμη Δέλτα του αρχαίου κόσμου. Η αποστολή τους ήταν να κρατήσουν εκείνο το στενό πέρασμα ή να πεθάνουν στην προσπάθεια να το κρατήσουν. Για αιώνες οι Σπαρτιάτες έχουν εξυμνηθεί για το θάρρος, την τιμή και τη θυσία τους στις Θερμοπύλες, επειδή κανείς τους δεν θα έφευγε από το πέρασμα ζωντανός.
Η μάχη των Θερμοπυλών είναι μια από τις πιο διάσημες αντιστάσεις στην ιστορία. Είναι το Άλαμος του αρχαίου κόσμου. Αλλά τις Θερμοπύλες τις θυμόμαστε και σαν τη μάχη που προσδιόρισε την πορεία του δυτικού πολιτισμού και τη μοίρα της δημοκρατίας. Ήταν η καθοριστική σύγκρουση μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης, όταν 300 θαρραλέοι πολεμιστές έμειναν και αντιστάθηκαν μέχρι τέλους.

Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Το 480 π.Χ., ο βασιλιάς Ξέρξης, ηγέτης της Περσικής Αυτοκρατορίας, έφτασε στο στενό των Θερμοπυλών, οδηγώντας την περσική πολεμική μηχανή, τη μεγαλύτερη μαχητική δύναμη που συγκεντρώθηκε ποτέ στον αρχαίο κόσμο. Ο περσικός στρατός ήταν ο μεγαλύτερος και πιο εξελιγμένος στρατός του κόσμου, στην εποχή του. Μπορούσε να συγκεντρώσει 100.000 άντρες για μάχη σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Αλλά για την εισβολή αυτή, θεωρείται ότι ο Ξέρξης συγκέντρωσε μια ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Οι σύγχρονοι υπολογισμοί προτείνουν ότι ήταν 300.000 περίπου άντρες. Άλλοι, όμως, πιστεύουν ότι μπορεί να έφτανε και τα 2.000.000. Ήταν ο μεγαλύτερος στρατός που οποιοσδήποτε Έλληνας εν ζωή θα είχε δει ποτέ να διασχίζει τη χώρα του. Τον τεράστιο αυτόν στρατό ξηράς συνόδευε ένας στόλος από 1.000 περίπου πολεμικά πλοία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν τεράστια. Τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Ινδό ποταμό στην Ινδία, μέχρι τον ποταμό Νείλο στην Αίγυπτο. Ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε δει ποτέ ο αρχαίος κόσμος και διέθετε τεράστιο πλούτο. Για πέντε χρόνια ο Ξέρξης χρησιμοποιούσε τα πλούτη του για να συγκεντρώσει τον στρατό του, να κατασκευάσει πλοία και να αγοράσει πολεμοφόδια και τροφές για την εισβολή του στην Ελλάδα. Η πρόθεσή του ήταν να κάψει ολοσχερώς την πόλη-κράτος της Αθήνας.
Πρέπει να σκεφτεί κανείς τις εκπληκτικές διαφορές στα μεγέθη των δύο αντιπάλων. Πρώτα, έχουμε την Ελλάδα με έναν πληθυσμό περίπου 500 έως 600.000 κατοίκους. Στην ουσία δεν είναι τίποτα στην παγκόσμια σκηνή, σχεδόν δεν υπάρχει, αν τη συγκρίνει κανείς με την Περσική Αυτοκρατορία, που αποτελείτο από πολλά εκατομμύρια διαφορετικούς λαούς και ήταν κυριολεκτικά η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου την εποχή εκείνη. Ήταν, για παράδειγμα, σαν η κάθε πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών να συσπειρώθηκε για να επιτεθεί στην Κούβα.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Οι ιστορικοί είναι διχασμένοι σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν μέρος της επεκτατικής του πολιτικής, άλλοι ότι ήταν μια εκστρατεία για να τιμωρήσει την Αθήνα που υποστήριξε τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους ενάντια στην Περσία, πριν από 25 χρόνια. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι η πρώτη προσπάθεια εισβολής της Περσίας για να τιμωρήσει την Αθήνα, επί βασιλείας του Δαρείου, είχε αποτύχει παταγωδώς στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Δαρείος σχεδίαζε καινούργια εισβολή, αλλά πέθανε πριν προφτάσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Η περσική εκδίκηση πέρασε στην ευθύνη του γιου του Δαρείου, του Ξέρξη. Όταν λοιπόν ο Ξέρξης έγινε βασιλιάς, είχε κατά νου μόνον ένα πράγμα: να εκδικηθεί την Αθήνα, και για αρκετά χρόνια σχεδίαζε την τεράστια εισβολή του.
Όποιοι όμως και αν είναι πάντως οι λόγοι για την επίθεση του Ξέρξη, η εισβολή αυτή έρχεται σ’ ένα κρίσιμο σημείο της ιστορίας της Αθήνας. Η δημοκρατία, ένα από τα βασικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, είναι πολύ νέα και η εισβολή αυτή απειλεί να τη σκοτώσει στα πρώτα της βήματα.

ΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
Ο Ξέρξης συγκέντρωσε το στρατό του στην περσική επαρχία της Λυδίας, στη σημερινή Τουρκία και προέλασε 1.370 χιλιόμετρα γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος προς την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 480 π.Χ. έφτασε σ’ ένα στενό πέρασμα, στις Θερμοπύλες, στην περιοχή όπου οι Έλληνες είχαν οργανώσει την άμυνά τους και εκεί όπου θα εκτυλισσόταν η μάχη των τριών ημερών. Θεωρείται ότι την εποχή εκείνη, το πέρασμα είχε μόνο 180 μέτρα πλάτος στο πιο φαρδύ του σημείο. Στη νότια πλευρά του περάσματος ήταν το όρος Καλλίδρομο, σχεδόν 1.524 μέτρα σε ύψος και η βάση του ήταν ένας κατακόρυφος γκρεμός, περίπου 90 μέτρων. Στη βόρεια πλευρά του περάσματος υπήρχε ένας άλλος γκρεμός, που πρόβαλε πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος. Γεωγραφικά, οι Θερμοπύλες ήταν ένα φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στη Βόρεια Ελλάδα και την ενδοχώρα στο Νότο, όπου υπήρχαν οι κύριες πόλεις. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να πας από το Βορρά προς το Νότο. Έτσι, ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες και όλοι οι Έλληνες ήξεραν ότι αυτό ήταν το μόνο μέρος, όπου μπορούσαν να παραταχθούν και να αντισταθούν.
Ο Ξέρξης έστειλε έναν ανιχνευτή στο πέρασμα για να δει τι ήταν αυτό που εμπόδιζε την περσική προέλαση προς την Αθήνα. Αυτός ανέφερε ότι 4.000 Έλληνες στρατιώτες έφραζαν το ανατολικό άκρο του περάσματος. Οι Πέρσες ήταν πιο πολλοί από τους Έλληνες, σχεδόν σε αναλογία 50 προς 1. Παρά τον μικρότερο αριθμό τους, οι Έλληνες ήταν στην τέλεια θέση για να αντισταθούν στην περσική εισβολή. Με μια πανέξυπνη στρατηγική κίνηση αφαίρεσαν το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών, επιλέγοντας τις Θερμοπύλες ως πεδίο μάχης.
Αν δει κανείς τη μάχη των Θερμοπυλών από μια υπερυψωμένη θέση, αυτό που βλέπει είναι ένα στενό πέρασμα, από όπου έπρεπε να περάσει ο στρατός ξηράς. Και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα για τους Έλληνες, γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν λίγους άντρες για να στενέψουν το μέτωπο και να έχουν μια καλή και σημαντική άμυνα. Το πέρασμα μειώνει τη δύναμη ενός στρατού και την μετατρέπει σε αδυναμία. Το μέγεθός του γίνεται εμπόδιο, γιατί πρέπει να μετακινήσει τους πάντες μέσα από αυτό το πέρασμα. Έτσι, λιγότεροι άντρες με μεγαλύτερη ευελιξία μπορούν να αμυνθούν ενάντια σε περισσότερους άνδρες.
Οι Πέρσες δεν είχαν δει ποτέ την ελληνική μαχητική δύναμη. Στη μακραίωνη ιστορία τους, οι Έλληνες πολεμούσαν πάντοτε μεταξύ τους, τώρα όμως για πρώτη φορά πολεμούσαν μαζί. Η Ελλάδα δεν ήταν ακόμα μια ενοποιημένη χώρα, αλλά ένα σύνολο μικρών πόλεων-κρατών, που συχνά μάχονταν μεταξύ τους για την κυριαρχία στην περιοχή. Οι μεγαλύτερες από αυτές τις πόλεις-κράτη, η Αθήνα και η Σπάρτη, ήταν περιβόητοι αντίπαλοι. Αλλά στις Θερμοπύλες άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και πολέμησαν μαζί τον κοινό περσικό εχθρό.

Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ 300 ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Αρχηγός του ελληνικού στρατιωτικού συνασπισμού ήταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς και μελλοντικός ήρωας των Θερμοπυλών, Λεωνίδας, ένας από τους δύο βασιλιάδες της Σπάρτης. Ήταν ο άνθρωπος που επέλεξαν οι ελληνικές συμμαχικές πόλεις-κράτη για να πάει και να κρατήσει το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Αυτός επέλεξε τους στρατιώτες του και ήταν ο υπεύθυνος στρατηγός. Η αποστολή του ήταν να σταθεί και να πολεμήσει μέχρι θανάτου. Η αντίσταση στις Θερμοπύλες θα μετέτρεπε τον Λεωνίδα σε θρύλο. Από τη στιγμή εκείνη, κάθε Έλληνας θα ήξερε το όνομά του και αυτό που εκείνος και οι 300 Σπαρτιάτες πέτυχαν στις Θερμοπύλες.
Ο Λεωνίδας γεννήθηκε γύρω στο 530 π.Χ., δηλαδή 50 χρόνια πριν τη μάχη των Θερμοπυλών και, όπως όλα τα νεαρά αγόρια στη Σπάρτη, για δώδεκα χρόνια, από την ηλικία των 7 ετών μέχρι που έγινε 18 ετών, πήρε μια σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι επαγγελματίες στον πόλεμο, ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι τοπικές μάχες, στις οποίες πήρε μέρος ο Λεωνίδας, ήταν όλες τους μια προετοιμασία για την υπέρτατη μάχη, τη μάχη ενάντια στους Πέρσες στις Θερμοπύλες.
Ένας Έλληνας σύμβουλος ενημέρωσε τον Ξέρξη για τον συνασπισμό στον οποίον ηγούνταν οι Σπαρτιάτες. Η αναφορά του περιγράφεται από τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο στο έργο του «Ιστορίες», μια από τις πρώιμες αναφορές για τη μάχη: «Άκουσέ με, προσεκτικά. Αυτοί οι άντρες ήρθαν να πολεμήσουν εναντίον μας για το πέρασμα και προετοιμάζονται όπως πρέπει. Αν καταφέρεις να τους ποδοπατήσεις και να υποτάξεις τον στρατό που παραμένει πίσω στη Σπάρτη, δεν θα υπάρχει φυλή ανδρών, βασιλιά μου, που θα σήκωνε τα χέρια της εναντίον σου».

Ο ΠΕΡΣΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ
Αλλά ο Ξέρξης δεν βασιζόταν μόνο στον στρατό του για να νικήσει τον Λεωνίδα και την αμυντική γραμμή των Ελλήνων. Έξω από την ακτή των Θερμοπυλών σε μια στενή υδάτινη δίοδο, που λεγόταν «στενό του Αρτεμισίου», το περσικό ναυτικό περίμενε έτοιμο, για να πλεύσει πίσω από τον στρατό του Λεωνίδα και να τον περικυκλώσει. Αν το Περσικό ναυτικό περάσει το Αρτεμίσιο, τότε, καθώς η κύρια δύναμη του Ξέρξη σε χτυπά από μπροστά, οι στρατιώτες του ναυτικού έρχονται από πίσω και σε πιάνουν με μια κίνηση. Έτσι, για να αντισταθείς στις Θερμοπύλες, πρέπει να σταματήσεις το ναυτικό των Περσών στο Αρτεμίσιο. Για να γίνει αυτό, 2.000 ελληνικά πλοία θα έπρεπε να υπερασπίσουν το στενό του Αρτεμισίου.
Στην αθηναϊκή ναυαρχίδα ήταν ο Έλληνας διοικητής Θεμιστοκλής, ένας Αθηναίος πολιτικός και αυτός που ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία της συνδυασμένης άμυνας από ξηρά και θάλασσα ενάντια στους Πέρσες. Αν ο Θεμιστοκλής και ο Λεωνίδας αποτύγχαναν, δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι θα χάνονταν και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη θα ήταν καταδικασμένες σε υποδούλωση.
Ήταν άραγε ο Λεωνίδας ένας ατρόμητος ηγέτης ή ένας αυτοκαταστροφικός τρελός; Ο Ξέρξης χτύπησε πρώτος. Περίπου 140 μέτρα μακριά από τους Έλληνες, χιλιάδες Πέρσες τοξότες έριξαν ένα φράγμα από βέλη. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμεναν ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες όλη τους της ζωή, γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν γεννημένοι για μάχη.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ
Το 481 π.Χ., ένα χρόνο πριν τη μάχη των Θερμοπυλών, ένας Έλληνας κατάσκοπος ανέφερε ότι ο Ξέρξης Α' κινητοποιούσε το στρατό του. Ήταν μια δύναμη που την υπολόγιζαν στους 300.000 άντρες, ένας τεράστιος αριθμός. Στα μάτια των Ελλήνων θα φαινόταν σαν ο κόσμος ολόκληρος να ερχόταν να τους κατασπαράξει. Θα έμοιαζε πραγματικά με το τέλος του κόσμου.
Όταν οι Αθηναίοι ανακάλυψαν το σχέδιο του Ξέρξη και την τεράστια δύναμη που είχε συγκεντρώσει, συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι χρειάζονταν βοήθεια. Έτσι έστειλαν έκκληση στους συμμάχους τους να έρθουν να υπερασπίσουν την Ελλάδα. Αλλά η έκκλησή τους δεν εισακούστηκε και ο λόγος είναι ότι κανείς ακόμα δεν είχε ιδέα για το τι είναι η Ελλάδα ως έθνος. Ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν κάμποσες πόλεις-κράτη που πολεμούσαν η μια την άλλη, πιο συχνά από ότι πολεμούσαν μαζί.
Παρά τις άσχημες σχέσεις τους, οι Αθηναίοι στράφηκαν σ’ έναν από τους μεγάλους τους αντιπάλους στην περιοχή για βοήθεια: στους Σπαρτιάτες και στον βασιλιά τους, τον Λεωνίδα, που ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός. Είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια αντέχοντας τη σκληρή εκπαίδευση που περνούσαν όλα τα αγόρια στη Σπάρτη, για να μάθουν πώς να γίνουν ανηλεείς πολεμιστές. Την εποχή εκείνη είναι ένας από τους δύο βασιλιάδες της Σπάρτης. Έτσι, όταν οι Αθηναίοι έρχονται και ζητούν βοήθεια, δεν είναι ανόητοι. Ο Λεωνίδας είναι ένας έμπειρος πολεμιστής, αλλά για τον ίδιο προσωπικά, αυτή η έκκληση των Αθηναίων θα σφραγίσει τη μοίρα του.

Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ
Πριν αποφασίσουν, όμως, για το αν θα βοηθήσουν τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, πήγαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών. Ένας από τους πιο συνήθεις τρόπους για να ερμηνεύουν το θέλημα των θεών ήταν μέσω των χρησμών. Οι Σπαρτιάτες ήταν αφοσιωμένοι στο Μαντείο των Δελφών, που χρονολογείται από το 1400 π.Χ. και ήταν ένας από τους πιο ιερούς τόπους στην Ελλάδα. Μέσα στο ναό του Μαντείου, πάνω από ένα μικρό χάσμα, η Πυθία απαντούσε σε όλους όσους ζητούσαν πληροφορίες, μπαίνοντας σε μια κατάσταση έκστασης. Θεωρείτο ότι οι αναθυμιάσεις αιθυλενίου, που έβγαιναν από ένα χάσμα μέσα από το έδαφος, ίσως να προκαλούσαν αυτήν τη συμπεριφορά της Πυθίας. Οι σύγχρονοι επιστήμονες εξέτασαν το έδαφος κάτω από το ναό, αλλά οι μελέτες τους ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Όταν ένας ιερέας της έθετε μια ερώτηση, αυτή σιγομουρμούριζε κάτι, αρκετά ακατανόητο κι οι ιερείς μετά έπαιρναν την απάντησή της και την έδιναν σ’ αυτόν που την ζητούσε.
Η απάντηση που έδωσε η Πυθία στους απεσταλμένους της Σπάρτης ήταν η εξής: «Κάτοικοι της Σπάρτης, είτε η ένδοξη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα, είτε ολόκληρη η Σπάρτη θα θρηνήσει τον θάνατο ενός βασιλιά, απογόνου του Ηρακλή». Ο Λεωνίδας πίστευε ότι ήταν απόγονος του Ηρακλή και ότι οι θεοί τον είχαν επιλέξει για να σώσει τη Σπάρτη. Είπε λοιπόν στους πρεσβύτερους της Σπάρτης ότι θα βοηθούσε τους Αθηναίους να πολεμήσουν τους Πέρσες. Πίστευε ότι ο χρησμός αναφερόταν στον ίδιο. Ο θάνατός του, η θυσία του σώζουν τη Σπάρτη.
Αλλά υπάρχει κι άλλος λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να πάει σε μάχη ενάντια στους Πέρσες. Είτε ο Ξέρξης στόχευε να καταλάβει την Ελλάδα είτε όχι, στο μυαλό των Σπαρτιατών αυτό ήταν μια απειλή. Έτσι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου και γι’ αυτό στέλνουν τους ανθρώπους τους με τους Αθηναίους. Επιπλέον, αν πρόκειται να έχεις μια συνδυασμένη στρατιωτική άμυνα ενάντια στους Πέρσες, είναι καλύτερα να ηγούνται οι καλύτεροι στρατιώτες της Ελλάδας.
Το συμβούλιο όμως της Σπάρτης δεν πείστηκε και παραχώρησε στον Λεωνίδα μόνο μια ελάχιστη δύναμη που αποτελείτο από 300 μόνον άντρες. Πιστεύω ότι, όταν επιλέχτηκαν αυτοί οι 300, οι υπόλοιποι 9.000 περίπου στρατιώτες της Σπάρτης, θα αισθάνθηκαν ότι τους απέκοπταν από μια σπουδαία μάχη, επειδή είχαν γεννηθεί γι’ αυτήν. Ήξεραν ότι η μάχη αυτή θα έφερνε την αθανασία σ’ αυτούς, στην οικογένειά τους, τα παιδιά τους, για να μην αναφέρουμε το ότι θα έσωζαν και την Ελλάδα.
Ο Λεωνίδας επέλεξε τους καλύτερους πολεμιστές του, αλλά μόνον όσους είχαν κάνει παιδιά, για να διασφαλίσει ότι η γενιά τους θα επιζούσε. Πίστευε ο Λεωνίδας ότι αυτή ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αυτό που καταλάβαινε ήταν ότι ήταν μια σπουδαία ευκαιρία για μια φοβερή στρατιωτική μάχη και μια ευκαιρία για δόξα προσωπική και για τη Σπάρτη, κάτι που αποτελούσε το αρχικό κίνητρο για τους Σπαρτιάτες. Η πρόκληση λοιπόν για τον Λεωνίδα ήταν ακαταμάχητη. Θα αναμετριόταν με την Περσική Αυτοκρατορία, την πιο ισχυρή μαχητική δύναμη του τότε κόσμου, μια πολεμική μηχανή που είχε κατακτήσει τον κόσμο εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΥ
Το 481 π.Χ., όταν ο Έλληνας κατάσκοπος ανακάλυψε το σχέδιο του Ξέρξη, δεν είδε μόνον έναν τεράστιο στρατό, αλλά και ένα λαό ανώτερο τεχνολογικά από τους Έλληνες. Ο Ξέρξης θα έκανε το αδύνατο. Θα περπατούσε πάνω από το νερό. Όταν ο Ξέρξης έφτασε στον Ελλήσποντο, μια υδάτινη δίοδο 1,5 χιλιομέτρου σε πλάτος, που συνέδεε την Ασία με την Ευρώπη, νότια της Μαύρης Θάλασσας, ήθελε ο στρατός του να τον διασχίσει. Αν ήταν να περάσουν απέναντι μέσω ξηράς, θα έπρεπε να περπατήσουν γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που θα πρόσθετε δυο χρόνια περίπου στην προέλασή τους και θα απαιτούσε να κατακτήσουν και άλλους λαούς.
Για να μετακινήσει τις τεράστιες δυνάμεις του από την απέναντι μεριά του Ελλήσποντου, ο Ξέρξης διέταξε τους μηχανικούς του να φτιάξουν μια πλωτή γέφυρα μήκους 1,5 χιλιομέτρου, κατασκευασμένη από παλιά μεταφορικά πλοία. Την εποχή που γινόταν αυτό, υπήρχε μια μεταβολή στον σχεδιασμό των πλοίων. Φτιάχνονταν καινούργια πλοία και έτσι πολλά από τα παλιά μεταφορικά πλοία ήταν διαθέσιμα για λίγα χρήματα. Αγόρασαν, λοιπόν, τα διαθέσιμα πλοία και τα έδεσαν μαζί. Οι μηχανικοί του Ξέρξη τοποθέτησαν σχεδόν 700 πλοία, το ένα δίπλα στο άλλο, για να καλύψουν την απόσταση του 1,5 χιλιομέτρου. Ίσως με τη χρήση ογκόλιθων, από την πλώρη και από την πρύμνη, αγκυροβόλησαν κάθε πλοίο στον πυθμένα της θάλασσας. Μετά συνέδεσαν τα πλοία με δυο διαφορετικά είδη ειδικών καλωδίων, το ένα από λινάρι και το άλλο από πάπυρο. Όταν σκεφτόμαστε τον πάπυρο, το μυαλό μας συνήθως πάει στο χαρτί, αλλά οι Αιγύπτιοι είχαν βρει έναν τρόπο με τον οποίο μετέτρεπαν το κολλώδες μέρος, που λεγόταν ψίχα, σε δυνατό, ανθεκτικό σχοινί. Με σχοινιά λοιπόν από λινάρι και πάπυρο, οι μηχανικοί του Ξέρξη έδεσαν τα πλοία. Το τεχνικό τμήμα της επιχείρησης ήταν αυτά τα μακριά καλώδια που έφταναν πάνω από 1,5 χιλιόμετρο. Δεκάδες από αυτά τα τμήματα καλωδίου, που ζύγιζαν περίπου δύο τόνοι το καθένα, συνέδεαν τα σκάφη και ήταν δεμένα και στις δυο ακτές. Στη συνέχεια, οι Πέρσες κάρφωσαν ξύλινες σανίδες κατά μήκος των ρελιών κάθε πλοίου για να δημιουργήσουν μια επίπεδη επιφάνεια, πάνω στην οποία άντρες και ζώα μπορούσαν να βαδίσουν. Ήταν ένα εκπληκτικό επίτευγμα μηχανικής. Οι Έλληνες, στην άλλη μεριά του Ελλήσποντου, θα είχαν κοντοσταθεί, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν απλά ένα μεγαλύτερο στρατό, αλλά καταλάβαιναν και τις αρχές της μηχανικής.
Ο περσικός στρατός διέσχισε με επιτυχία τον Ελλήσποντο και συνέχισε την προέλασή του γύρω από το Αιγαίο πέλαγος. Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, ο Ξέρξης και η περσική δύναμη των 300.000 αντρών, έφτασαν στις Θερμοπύλες.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Χάρη στον Έλληνα κατάσκοπο, ο ελληνικός συνασπισμός είχε δημιουργήσει ήδη δύο αμυντικές γραμμές: Η πρώτη, ήταν το νότιο μέρος της χερσονήσου, στον Ισθμό της Κορίνθου, για να υπερασπιστούν τις πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου, και τη Σπάρτη. Η άλλη, ήταν η ομάδα που είχε προελάσει στο Βορρά, στο στενό των Θερμοπυλών. Εδώ ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, οδηγούσε ένα στρατό συνασπισμού που αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες πολεμιστές και 4.000 στρατιώτες από άλλες ελληνικές πόλεις. Πέρα στο πέλαγος, ο Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής, οδηγούσε το ελληνικό ναυτικό και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η μάχη των Θερμοπυλών σε λίγο θα ξεκινούσε.
Σ’ ένα λόφο, με θέα το στενό των Θερμοπυλών, καθόταν ο Ξέρξης και με αυτοπεποίθηση ετοιμαζόταν να στείλει το στρατό του στη μάχη. Είχε μεταφέρει σχεδόν 300.000 άντρες, που τους συνόδευαν περίπου 1.000 πολεμικά πλοία, γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος, με την πρόθεση να καταστρέψει τη μεγάλη ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας. Στο στενό των Θερμοπυλών περίμενε ο Λεωνίδας με περίπου 4.000 Έλληνες στρατιώτες. Είχαν φράξει την ανατολική μεριά του στενού περάσματος, υπερασπίζοντας το δρόμο προς την Αθήνα. Με μια πανέξυπνη στρατηγική κίνηση επέλεξαν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, όπου το έδαφος τους έδινε ένα πλεονέκτημα που εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή των Περσών.
Τα περάσματα είναι υπέροχα πράγματα. Ένας άντρας με ένα τουφέκι μπορεί να καθηλώσει μια μεραρχία, αν το πέρασμα είναι αρκετά στενό. Στην αρχαιότητα, δεν μπορούσες να πολεμήσεις με πιο πολλούς άντρες από αυτούς που αντιμετώπιζες κατά μέτωπο. Έτσι, αν μπορούσες να περιορίσεις το μέτωπο σε μερικές δεκάδες άντρες, τότε 100 άντρες μπορούν να καθηλώσουν 100.000 άντρες.
Όπως συνέβαινε συχνά στην αρχαιότητα, πριν τη μάχη, ο Ξέρξης προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον Λεωνίδα. Στέλνει ένα μήνυμα που έλεγε: «Είστε λιγότεροι αριθμητικά, αντιμετωπίζετε τον καλύτερο στρατό του κόσμου. Μην είστε ανόητοι. Αφήστε κάτω τα όπλα σας και θα ζήσετε. Αλλιώς θα πεθάνετε όλοι σας». Φυσικά, ο Λεωνίδας δεν το αποδέχεται αυτό. Τότε έρχεται η πιο διάσημη ατάκα από τον Ηρόδοτο. Ο αγγελιαφόρος λέει: «Προετοιμαστείτε να πεθάνετε. Τα βέλη μας θα σκεπάσουν τον ήλιο». Σ’ αυτόν, ο Διηνέκης, ο υπολοχαγός του Λεωνίδα, απαντά: «Καλύτερα, γιατί τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Και αυτό συνόψιζε το πώς θα εξελισσόταν η μάχη.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ KAI ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι καλύτεροι και οι πιο σκληροί στρατιώτες στην Ελλάδα. Η αποστολή των Σπαρτιατών, που στάλθηκαν στις Θερμοπύλες, ήταν να κρατήσουν το πέρασμα ή να πεθάνουν. Ο Λεωνίδας και οι πολεμιστές του πήραν τον συνήθη πολεμικό σχηματισμό τους, τη φάλαγγα. Οι Σπαρτιάτες πολεμούσαν σε διμοιρίες των 8 αντρών σε μήκος και 4 αντρών σε πλάτος, ώμο προς ώμο. Ό ένας κοιτούσε κάτω από τον άλλο, στη δεξιά του ασπίδα. Έτσι, υπήρχε ένα τείχος από ασπίδες μπροστά, ένα τείχος από ορείχαλκο, ξύλο και μύες που στεκόταν εκεί και έλαμπε στο φως του ήλιου. Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες ήταν από βαρύ πεζικό και ονομάζονταν Οπλίτες, από τη μεγάλη στρογγυλή ασπίδα που μετέφεραν και λεγόταν Όπλον. Κατασκευασμένη από ένα κοίλο κομμάτι ξύλου και καλυμμένη από ένα λεπτό έλασμα ορείχαλκου, η ασπίδα είχε περίπου διάμετρο ενός μέτρου και ζύγιζε έως 9 κιλά. Η λαβή της ασπίδας προερχόταν από τον 6ο αιώνα π.Χ., λεγόταν αργολική λαβή και έφερε επανάσταση στον πόλεμο. Οι πιο παλιές ασπίδες πιάνονταν από ένα μόνο χερούλι στη μέση. Στην αργολική ασπίδα, ο στρατιώτης περνούσε το χέρι του μέσα από μια δερμάτινη θηλιά στη μέση και κρατούσε ένα χερούλι κοντά στην άκρη, δίνοντάς του έτσι περισσότερη ισχύ. Άρπαζε λοιπόν την άκρη της ασπίδας και το κέντρο του χεριού του την κρατούσε. Έτσι, με αυτήν την ασπίδα μπορεί να εφαρμοστεί πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Οι Σπαρτιάτες ζωγράφιζαν προσωπικές εικόνες στην όψη των ασπίδων τους. Υπάρχει μια ιστορία για έναν Σπαρτιάτη που είχε ζωγραφίσει μια μύγα αληθινού μεγέθους στην ασπίδα του. Όταν οι φίλοι του τον ρώτησαν το λόγο, είπε ότι θα πλησίαζε τόσο κοντά στον εχθρό, που η μύγα θα έμοιαζε με λιοντάρι.
Ο Ξέρξης πραγματοποίησε την υπόσχεσή του να κρύψει τον ήλιο, διατάσσοντας 5.000 τοξότες να ρίξουν τα βέλη τους. Οι τοξότες του ήταν από διάφορες φυλές από όλες τις γωνιές της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πιθανώς προμήθευαν τα δικά τους τόξα, που ήταν συνήθως κατασκευασμένα από ξύλο χουρμαδιάς, ένα φτηνό υλικό που μείωνε την ισχύ του πυρός. Τα βέλη που έπεφταν πάνω στους Έλληνες δεν ήταν ισάξια με τη βαριά θωράκιση των Οπλιτών. Αναπηδούσαν στις ασπίδες και στα κράνη, χωρίς να κάνουν σχεδόν καμιά ζημιά, επειδή δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν παρά μόνο μέσα από το άνοιγμα του ματιού. Το κορινθιακό κράνος, όπως και η ασπίδα, προστάτευαν τον Οπλίτη από τα περσικά βέλη.
Το κράνος επινοήθηκε στην Ελλάδα γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. Φτιαγμένο από ένα μονοκόμματο κομμάτι ορείχαλκου, το κράνος πρόσφερε μέγιστη προστασία στο κεφάλι του Οπλίτη. Αλλά τα κράνη ήταν βαριά, ζύγιζαν περίπου 4,5 κιλά και περιόριζαν την ακοή και την όραση του στρατιώτη. Ενώ τα περισσότερα κράνη ήταν στολισμένα στη μέση με ένα λοφίο κατά μήκος του κράνους, οι Σπαρτιάτες αξιωματικοί, όπως ο Λεωνίδας, φορούσαν ένα κράνος με το λοφίο κατά πλάτος.
Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι οι Σπαρτιάτες φορούσαν ορειχάλκινο θώρακα για να προστατεύουν τον κορμό τους. Οι πιο πολλοί Οπλίτες όμως, την εποχή εκείνη, φορούσαν εξελιγμένες ελασματώδεις πανοπλίες. Η δύναμή τους προερχόταν από το σχέδιο των στρώσεων. Αποτελούμενη από κολλημένες λωρίδες λινού, δέρματος και λεπτού ορείχαλκου, η ελασματώδης θωράκιση σχημάτιζε ένα είδος αρχαίου αλεξίσφαιρου γιλέκου. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, πολλές λωρίδες δέρματος και λινού μπορούσαν να αντέξουν το χτύπημα της λόγχης και του βέλους, που δεν μπορούσαν να τα διαπεράσουν.
Εγκαταλείποντας την επίθεση με τα βέλη, 10.000 Πέρσες του πεζικού επιτέθηκαν στους Έλληνες. Πάνω από 450 τόνοι μυών, ορείχαλκου και ξύλου θα συγκρούονταν στο στενό των Θερμοπυλών. Η μάζα αυτή πέφτει πάνω στην ελληνική φάλαγγα και αυτή απλά δεν κουνιέται. Είναι πολύ βαριά και πολύ πυκνή. Η πίεση που δέχεται από πίσω, την συγκρατεί να μένει μπροστά. Οι Έλληνες είχαν αντέξει τη συντριπτική επίθεση. Τώρα άρχιζαν την αντεπίθεσή τους. Πολεμώντας με την πειθαρχημένη φάλαγγά τους, οι δυο μπροστινές γραμμές έκαναν μια συντονισμένη επίθεση με τις λόγχες από πάνω και το τείχος των ασπίδων από κάτω.
Το βασικό όπλο του Οπλίτη ήταν το δόρυ, μια μακριά λόγχη με μήκος 1,5 έως 2,5 μέτρα. Με διάμετρο 5 εκατοστών και βάρος 1 έως 2 κιλά, το δόρυ είχε μια θανατηφόρα αιχμή. Στο πίσω μέρος της λόγχης υπήρχε ένα σιδερένιο στέλεχος που πρόσφερε ισορροπία και έδινε στον Οπλίτη ένα δεύτερο όπλο, με το οποίο μπορούσε να σκοτώνει.
Στην πρώτη σύγκρουση οι λόγχες ανεβοκατέβαιναν και οι φωνές και το αίμα ήταν παντού. Πιθανόν να σκοτώθηκαν 1.000 άντρες και τα περισσότερα τραύματα θα ήταν θανατηφόρα, επειδή θα είχαν γίνει στη στήθος ή το πρόσωπο.
Το δεύτερο όπλο του Οπλίτη ήταν το ξίφος, ένα δίκοπο σιδερένιο σπαθί, με μήκος μισό έως ένα μέτρο, κατασκευασμένο για να τρυπάει και να κόβει τον εχθρό. Αλλά οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν μόνον εάν έχαναν τη λόγχη τους ή εάν η φάλαγγά τους διαλυόταν, κάτι που δεν γινόταν πολύ συχνά.
Η μάχη μαινόταν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, αλλά δεν ήταν συνεχής. Οι δυο πλευρές χτυπούσαν και πετσόκοβαν η μια την άλλη για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνονταν και πάλι. Ίσως η μια πλευρά να έκανε λίγο πίσω και οι άλλοι να κινούνταν προς τα μπροστά και πάλι.
Έχοντας λίγη ή καθόλου θωράκιση και κρατώντας λεπτές ξύλινες ασπίδες, οι Πέρσες ήταν εύκολοι στόχοι. Το ελαφρύ πεζικό τους δεν ήταν σχεδιασμένο για μια τέτοια μάχη. Ήταν φτιαγμένοι για ταχύτητα και για να επιτίθενται σε οργανωμένα στρατεύματα στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Κολλημένοι στο στενό πέρασμα, οι Πέρσες δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν ελιγμούς ούτε να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους. Η απότομη κλίση του όρους Καλλίδρομου, από τη μια και το Αιγαίο Πέλαγος, από την άλλη, εμπόδιζαν το περσικό ιππικό να κάνει τον ελιγμό της πλευροκόπησης. Αν δει κανείς τις δυο ελληνικές μάχες, που μελετάμε πιο συχνά, δηλαδή του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, βλέπει την ικανότητα των Ελλήνων διοικητών στο να επιλέγουν έδαφος, όπου οι Πέρσες δεν μπορούσαν να φέρουν το ιππικό. Στον Μαραθώνα δεν το κατέβασαν από τα πλοία. Ακόμα κι αν το έκαναν, θα τους ήταν εντελώς άχρηστο, επειδή οι Έλληνες είχαν σφηνωθεί σ’ ένα στενό μέτωπο και το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες.
Σε κάθε επίθεση, όλο και περισσότεροι Πέρσες σφαγιάζονταν. Την πρώτη μέρα ήταν σφαγή. Οι Σπαρτιάτες με τις πλάτες τους σχημάτιζαν ένα τείχος και άφηναν τα κύματα των Περσών να σπάνε πάνω τους. Οι Πέρσες άρχισαν να παίρνουν το μήνυμα ότι ίσως να μην ήταν καλή ιδέα το να εφορμούν κύμα προς κύμα ενάντια σ’ αυτούς, καθένας από τους οποίους είχε την αντίστοιχη με την καλύτερη εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων.
Στο τέλος της πρώτης ημέρας, οι 300 Σπαρτιάτες και οι Έλληνες σύμμαχοί τους σκότωσαν τους εναπομείναντες Πέρσες. Ο Λεωνίδας κατανοεί μια κατάσταση και μετά την πρώτη μέρα της μάχης είπε ότι είχε αυτό ακριβώς που ξεκίνησε να κάνει: «Κρατώ έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς ξηράς που επιτέθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, τους έχω δεσμεύσει εδώ και μέχρι τώρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν».

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ
Αλλά την ίδια στιγμή που γινόταν η μάχη στην ξηρά, οι Πέρσες προσπαθούσαν να κερδίσουν πρόσβαση στα νώτα της ελληνικής άμυνας, μέσω της θάλασσας. Μια μεγάλη ναυμαχία ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες έβαφε με αίμα το στενό του Αρτεμισίου.
Στο στενό των Θερμοπυλών, ο βασιλιάς Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες πολεμιστές του απέκρουαν με επιτυχία την επίθεση που δέχονταν από το ελαφρύ πεζικό των Περσών. Ταυτόχρονα, μακριά από την ακτή των Θερμοπυλών, στο στενό του Αρτεμισίου, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει μια ναυμαχία ανάμεσα στον περσικό και τον ελληνικό στόλο. Αν έχουμε στρατιωτικό μυαλό και σκεφτούμε τη μάχη των Θερμοπυλών με στρατηγικούς όρους, το πρώτο ερώτημα που ίσως κάνουμε είναι: «Ναι, οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να κρατήσουν τη γραμμή, αλλά τι γίνεται στη θάλασσα; Γιατί ο Ξέρξης, με μια αρμάδα 1.000 πολεμικών πλοίων, δεν αποβίβαζε στρατεύματα από πίσω τους;».
Το αθηναϊκό ναυτικό είχε βάση το Αρτεμίσιο, ενώ οι Πέρσες είχαν βάση στην απέναντι ακτή του στενού, στους Αφέτες. Ο περσικός στόχος ήταν να διασπάσουν την ελληνική γραμμή, να διαπλεύσουν το στενό του Αρτεμισίου, που είχε πλάτος 9,5 χιλιόμετρα και να αποβιβάσουν στρατεύματα πίσω από τον Λεωνίδα και τους Έλληνες πολεμιστές και να τους περικυκλώσουν. Ο άντρας που ήταν υπεύθυνος για να εμποδίσει τον περσικό στόλο βρισκόταν πάνω στην αθηναϊκή ναυαρχίδα. Θεωρείται από πολλούς ότι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την άμυνα ξηράς και θάλασσας εναντίον των Περσών και θεωρείται ευρέως ως ένας από τους πιο έξυπνους ειδικούς στη στρατιωτική τακτική στον αρχαίο κόσμο: ο Θεμιστοκλής.
Όταν οι περισσότεροι σκέφτονται τη μάχη των Θερμοπυλών, σκέφτονται αμέσως τους 300 Σπαρτιάτες ή τον Λεωνίδα. Αλλά στη πραγματικότητα, ο ατίμητος ήρωας της μάχης, ο άνθρωπος που τα έκανε όλα, ήταν ο Θεμιστοκλής. Με κάποιον τρόπο ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ της εποχής του. Ένας σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός, με σπουδαία πρόβλεψη για την επερχόμενη μάχη και σπουδαίος στρατιωτικός στοχαστής. Αν δεν ήταν αυτός δεν θα υπήρχε η μάχη των Θερμοπυλών.
Το περσικό ναυτικό προσπάθησε να περικυκλώσει τον ελληνικό στόλο στέλνοντας τα 200 από τα 1.000 πλοία του ΝΑ, γύρω από το νησί της Εύβοιας. Σαλπάροντας γύρω από την Εύβοια, ο Πέρσης ναυτικός διοικητής θα απέφευγε να σπαταλήσει τις δυνάμεις του με μια άμεση επίθεση. Ξέρει ότι οι Έλληνες δεν είναι τόσο ανόητοι για να τους επιτεθούν κι έτσι θα παραμένει στη βάση του μέχρις ότου η μικρότερη δύναμη πλεύσει γύρω από την Εύβοια και περικυκλώσει τον ελληνικό στόλο.
Αλλά ο Θεμιστοκλής κάνει μια τολμηρή κίνηση, που αιφνιδιάζει ιδιαίτερα τον Πέρση διοικητή. Αργά το απόγευμα, ο ελληνικός στόλος σαλπάρει από τη βάση του για να προκαλέσει τον περσικό στόλο, που ήταν σχεδόν έξι φορές μεγαλύτερός του ως προς το μέγεθος. Το γεγονός ότι ο Θεμιστοκλής είχε το θράσος να επιτεθεί στο ισχυρό περσικό ναυτικό ήταν το ένα θέμα, αλλά επίσης αιφνιδιάζεται και από τον χρόνο της επίθεσης. Ξεκινώντας το απόγευμα ξέρει ότι η ναυμαχία σύντομα θα τελειώσει, γιατί θα φύγει το φως και δεν μπορεί να κάνει ναυμαχία στο σκοτάδι. Έτσι ο Θεμιστοκλής προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τις πιθανές απώλειές του, αν η ναυμαχία του ξεφύγει, βασιζόμενος στη νύχτα για να την τελειώσει. Ο Πέρσης διοικητής διατάζει τα 800 εναπομείναντα πλοία του να μπουν στο στενό. Παρά τη σοβαρή αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Θεμιστοκλής και ο στόλος του προσπαθούν να βυθίσουν τα περσικά πλοία, σε μια άγρια επίθεση. Το σχέδιο ήταν να βυθίσει τα πλοία, να τα εμβολίσει από το πλάι ή να αχρηστεύσει όλα τα κουπιά και να τα βγάλει εκτός αποστολής. Οι Έλληνες σίγουρα έχουν μια δύσκολη μάχη, αλλά κι ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τη στρατιωτική ευφυΐα του Θεμιστοκλή.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ο Θεμιστοκλής ήταν γιος εμπόρου. Αν είχε γεννηθεί νωρίτερα στην ελληνική ιστορία, θα ανήκε σε χαμηλότερη τάξη. Αλλά, στο μεταξύ, στην Αθήνα γεννήθηκε η δημοκρατία, επιτρέποντας στον Θεμιστοκλή να ξεφορτωθεί τα δεσμά της εμπορικής του τάξης. Λόγω του φυσικού της λιμανιού, η Αθήνα ανέπτυξε μια ισχυρή ναυτική παράδοση και έγινε οικονομική και ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Πολλοί Αθηναίοι, όπως και ο Θεμιστοκλής, έγιναν έμπειροι ναυτικοί, ικανοί να ταξιδεύουν στις ύπουλες ελληνικές ακτές. Ενώ η ναυτική εκπαίδευσή του σίγουρα διαμόρφωσε το μέλλον του, στην αθηναϊκή κυβέρνηση, πήρε κάποια από τα πιο πολύτιμα μαθήματά του. Μεγαλώνοντας ο Θεμιστοκλής σε μια αναπτυσσόμενη δημοκρατία, έμαθε την τέχνη του χειρισμού και των πολιτικών στρατηγικών. Δεν ήταν μια δολοφονική πολιτική, όπως αυτή της Ρώμης, όπου οι άνθρωποι κυριολεκτικά θανατώνονταν. Ο Θεμιστοκλής χρησιμοποιούσε την ευφυΐα και την πονηριά του για να μπει στην κυβέρνηση, όπου κάποια μέρα θα ασκούσε εξαιρετική επιρροή. Αυτές οι ικανότητές του τον βοήθησαν να δημιουργήσει το αθηναϊκό ναυτικό, που θα χρειαζόταν για να πολεμήσει τους ισχυρούς Πέρσες.
Το 490 π.Χ., δέκα χρόνια πριν τη μάχη των Θερμοπυλών, η Αθήνα είχε μόνο 100 πολεμικά πλοία, ένα κλάσμα μόνο σε σύγκριση με το τι θα μπορούσαν οι Πέρσες να συγκεντρώσουν. Ο Θεμιστοκλής το γνώριζε αυτό, επειδή είχε δει την περσική δύναμη στον Μαραθώνα. Ήταν ένας από τους στρατηγούς που είχαν πάει στη μάχη και εκεί είχε δει από πρώτο χέρι τις περσικές τακτικές. Έτσι ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός. Από τον Μαραθώνα πήρε ένα διαφορετικό μάθημα, από αυτό που πήραν οι άλλοι Έλληνες στρατηγοί, που το είδαν σαν έναν θρίαμβο των δυνάμεων ξηράς επί του ναυτικού. Αυτό που έμαθε ο Θεμιστοκλής στον Μαραθώνα ήταν ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιείς δυνάμεις ξηράς, αν δεν έχεις ναυτική υποστήριξη. Ήξερε ότι μετά την εξευτελιστική τους ήττα στον Μαραθώνα, οι Πέρσες θα ζητούσαν εκδίκηση και θα επέστρεφαν για να τελειώσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει. Ήξερε επίσης ότι δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος δεύτερη φορά. Περίμενε ότι οι Πέρσες θα έρχονταν από τη ξηρά και τη θάλασσα, φέρνοντας μαζί τους πολύ περισσότερους στρατιώτες και πλοία. Αυτό που ο Θεμιστοκλής είδε ήταν μια συνεργασία ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις και στις δυνάμεις ξηράς. Το ναυτικό μπορούσε να υποστηρίξει τις δυνάμεις ξηράς, αρκεί η ακτή να ήταν κατάλληλη. Οι δυνάμεις ξηράς έπρεπε να διαμορφώσουν την ακτή. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να συντηρούν ένα στρατό στην ενδοχώρα της Ελλάδας, αν δεν ήταν ικανοί να τον εφοδιάζουν από τη θάλασσα. Συνεπώς, αν είχε μια σημαντική ναυτική δύναμη, γινόταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο και μπορούσε να κάνει τους Πέρσες ανίσχυρους. Γι’ αυτό συμπέρανε ότι το μέλλον της Αθήνας δεν βρισκόταν στην αύξηση του μεγέθους των δυνάμεων ξηράς, που ήταν αρκετά μεγάλες, αλλά στην αύξηση του ναυτικού της. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν ότι κανείς δεν τον πίστευε. Οι Αθηναίοι στρατηγοί και ο λαός είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον αθηναϊκό στρατό και δεν πίστευαν ότι οι Πέρσες θα επέστρεφαν. Ο Θεμιστοκλής ζούσε κάθε μέρα της πολιτικής του ζωής με τη σκέψη: «Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αυτό τώρα» και ακολούθησε κάποιες στρατηγικές, που πιθανόν να έσωσαν τον ελληνικό κόσμο. Πρώτα έπρεπε να πείσει την Αθήνα ότι έπρεπε να επενδύσει στο ναυτικό. Το πιο σημαντικό ήταν ότι αυτός έπρεπε να το βρει.

ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ
Το 483 π.Χ., τρία χρόνια πριν την αντίσταση στις Θερμοπύλες, οι ανθρακωρύχοι ανακάλυψαν νέα φλέβα άργυρου στην περιοχή του Λαυρίου. Μετά από ένα χρόνο εξόρυξης, εξόρυξαν σχεδόν 2,5 τόνους από το πολύτιμο αυτό μέταλλο. Ο Θεμιστοκλής ήθελε, τα χρήματα που βγήκαν από τον άργυρο, να ξοδευτούν για το ναυτικό του. Η πρόκληση γι’ αυτόν ήταν να πείσει τους Αθηναίους ότι δεν χρειάζονταν επιπλέον χρήματα στις τσέπες τους, αλλά επιπλέον πολεμικά πλοία στο λιμάνι τους. Κάθε Αθηναίος θα έπαιρνε 10 δραχμές, περίπου 1500 με 1600 δολάρια, σε σημερινά χρήματα, που ήταν πολλά χρήματα. Επειδή οι Αθηναίοι δεν πίστευαν σε μια δεύτερη περσική εισβολή, ο Θεμιστοκλής βασίστηκε στην πολιτική του αντίληψη για να τους κερδίσει. Τους είπε ψέματα, ότι δήθεν η Αίγινα, ένα μικρό αντίπαλο νησί λίγο έξω από την ακτή της Αθήνας, αποτελούσε απειλή για την ασφάλεια των αθηναϊκών εμπορικών πλοίων. Τελικά, οι Αθηναίοι πείσθηκαν και επέτρεψαν στον Θεμιστοκλή να επενδύσει στο ναυτικό. Ο ελληνικός πολιτισμός ίσως να σώθηκε από ένα ψέμα. Αυτό που οι ιστορικοί ίσως ονόμαζαν ψέμα ή αναλήθεια, ένας πολιτικός θα το ονόμαζε έξυπνη λαθεμένη καθοδήγηση του λαού, για να επιτευχθεί ένας σπουδαιότερος σκοπός. Αυτό έκανε και ο Θεμιστοκλής. Ήξερε ότι, αν έλεγε την αλήθεια, ο λαός δεν θα συμφωνούσε ποτέ. Έτσι έφτιαξε μια ωραία ιστορία και έπιασε. Έτσι, ο Θεμιστοκλής πήρε τα πλοία του.

ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Τα αθηναϊκά πολεμικά πλοία ονομάζονταν τριήρεις. Η τριήρης είχε 27 μέτρα μήκος και 5,5 μέτρα πλάτος και ήταν κατασκευασμένη κυρίως από ξύλο πεύκου. Το πλεονέκτημά της ήταν ότι ήταν ένα ελαφρύ σκάφος, που έμοιαζε περισσότερο με σκάφος αγώνων. Δεν ήταν βαρύ πλοίο. Επειδή ο σκοπός ήταν ο εμβολισμός και έτσι όσο πιο ελαφρύ ήταν, τόσο πιο γρήγορα πήγαινε. Φτιαγμένο για ταχύτητα, το σκαρί της τριήρους ήταν ανοιχτό. Το κατάστρωμα αποτελείτο από μια ή δυο σανίδες, που τοποθετούνταν κατά μήκος του πλοίου, πάνω στις οποίες στέκονταν ο διοικητής του πλοίου και περίπου τέσσερις ναυτικοί. Παρά το μικρό πανί τους, οι τριήρεις κινούνταν κυρίως από 170 έως 220 κωπηλάτες, που ήταν τοποθετημένοι σε τρεις σειρές κουπιών, η μια πάνω από την άλλη. Το μπροστινό μέρος της τριήρους είχε σχήμα στρογγυλεμένης πλώρης, πιθανόν κατασκευασμένο από πιο βαρύ κέδρο και μετά καλυπτόταν με ορείχαλκο ή χαλκό, καθιστώντας το πλοίο ικανό να εμβολίζει εχθρικά σκάφη. Η πιο γρήγορη τριήρης, την οποία σήμερα ξαναφτιάξαμε, σε μια διαδρομή 2.000 μέτρων, φτάνει τους 15 κόμβους, αλλά αυτός είναι ένας γρήγορος ρυθμός προκειμένου για εμβολισμό.
Όταν οι Πέρσες έφτασαν στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, ένα χρόνο αργότερα, οι Έλληνες είχαν προσθέσει πάνω από 100 επιπλέον πλοία στο στόλο. Αλλά και πάλι ο περσικός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά του ελληνικού στόλου, σχεδόν 6 προς 1. Ο Θεμιστοκλής θα ανακάλυπτε κατά πόσο οι προσπάθειές του να φτιάξει το αθηναϊκό ναυτικό ήταν μάταιες.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ
Στο στενό του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής ήταν έτοιμος να οδηγήσει σχεδόν 200 ελληνικά πολεμικά πλοία σε μάχη ενάντια σε 800 περσικά πολεμικά πλοία και κάνει το αναπάντεχο. Αργά το απόγευμα, την πρώτη ημέρα της μάχης, κάνει επίθεση στον κατά πολύ μεγαλύτερο περσικό στόλο. Είναι μια επικίνδυνη κίνηση. Αν άφηνε τους Πέρσες να σαλπάρουν μέσα στο στενό του Αρτεμισίου, ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες θα περικυκλώνονταν και θα γίνονταν κομμάτια. Χρησιμοποιώντας μια σημαία, για να κάνει σήμα στον στόλο, ο Θεμιστοκλής διέταξε όλα τα ελληνικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν αργά σε ένα πιο στενό σημείο του στενού, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο. Με ένα δεύτερο σήμα, ο ελληνικός στόλος βγήκε από τον σχηματισμό και επιτέθηκε στους Πέρσες. Στις ελληνικές ναυμαχίες δεν γινόταν συμπλοκή μεταξύ ανθρώπων, αλλά προσπαθούσαν να κάνουν ελιγμούς με τα πλοία έτσι ώστε να εμβολίσουν και να βυθίσουν τα εχθρικά πλοία. Ο πιο κοινός τρόπος ήταν να έρθουν στο πλάι υπό γωνία και να διαλύσουν τα κουπιά του άλλου πλοίου, γιατί δεν κινούνταν με πανιά, αλλά με κουπιά. Έτσι, αν έσπαζαν τα κουπιά του άλλου πλοίου, καθώς το ένα πλοίο ερχόταν στο πλάι του άλλου, το πλοίο που έκανε την επίθεση τραβούσε μέσα τα κουπιά του και επέτρεπε στην πλευρά του πλοίου να διαλύσει το άλλο. Τότε το άλλο πλοίο αχρηστευόταν. Στις μάχες αυτές, αυτό που πραγματικά έπαιζε ρόλο, δεν ήταν τόσο το βάρος ή το μέγεθος του πλοίου, αλλά η ταχύτητά του. Στον περιορισμένο χώρο του Αρτεμισίου, ο πιο μικρός ελληνικός στόλος προκάλεσε ζημιά σε αρκετά περσικά πλοία, αιχμαλώτισε 30 εχθρικά σκάφη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι, γιατί οι Έλληνες έπλευσαν τόσο καλά την πρώτη ημέρα στο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες και οι Πέρσες είχαν τους ίδιους τύπους σκαφών. Όλοι είχαν τριήρεις κι έτσι κανείς δεν είχε απαραίτητα το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, ήταν μια σπουδαία ψυχολογική νίκη για το ελληνικό ναυτικό και επειδή ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε την επίθεσή του αργά μέσα στην ημέρα, ήξερε ότι η μάχη δεν θα διαρκούσε πολύ, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι πιθανές απώλειές του θα ήταν ελάχιστες. Αυτό πρέπει να ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για όλους. Οι Πέρσες σίγουρα δεν περίμεναν να χάσουν από τον μικρότερο ελληνικό στόλο, ούτε και οι Έλληνες περίμεναν να είναι τόσο δυνατοί. Και αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που ο Θεμιστοκλής το ξεκίνησε τις απογευνατινές ώρες. Έτσι, ο Θεμιστοκλής κέρδισε τη μάχη στη θάλασσα και ασφαλώς ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες κέρδιζαν τη μάχη στην ξηρά.

Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Την πρώτη μέρα της συμπλοκής στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες είχαν χειριστεί τους Πέρσες πολύ σκληρά. Ο Ξέρξης είχε σοκαριστεί και είχε ντροπιαστεί από τον Θεμιστοκλή και το αθηναϊκό ναυτικό και είχε χάσει σχεδόν 10.000 άντρες του πεζικού από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες. Οι Πέρσες γύρισαν στον καταυλισμό τους εκείνο το βράδυ γλείφοντας τις πληγές τους και ο Ξέρξης αναρωτιόταν τι θα έκανε γι’ αυτό. Καθώς έπεσε η νύχτα, μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε, φέρνοντας κεραυνούς, άνεμο και βροχή. Οι αστραπές φώτιζαν τα κουφάρια των πλοίων στη θάλασσα και τα πτώματα στην ξηρά. Ήταν μια πολύ αποκαρδιωτική νύχτα για τους Πέρσες. Πιθανόν να μη κοιμήθηκαν τόσο καλά όσο θα ήθελαν, αν και χρειάζονταν τον ύπνο για τη μάχη της επόμενης ημέρας. Ο περσικός στόλος, που είχε σταλεί να πλεύσει γύρω από την Εύβοια, έπεσε μέσα σε καταιγίδα και τα 200 πλοία βυθίστηκαν στο Αιγαίο. Ήταν ένας οιωνός, που οι Πέρσες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, ενώ οι Έλληνες τον δέχτηκαν με χαρά, γιατί η επόμενη ημέρα θα έφερνε και άλλη αιματοχυσία.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Τη δεύτερη μέρα της μάχης, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες πήραν τις αντίστοιχες αμυντικές τους θέσεις. Ο Θεμιστοκλής στο στενό του Αρτεμισίου και ο Λεωνίδας με τους 300 Σπαρτιάτες του στο στενό των Θερμοπυλών. Και οι δυο ήταν έτοιμοι για τη δεύτερη περσική επίθεση. Ο ήλιος ανέτειλε τη δεύτερη μέρα και ο Ξέρξης λέει: «Αρκετά με το κατώτερο πεζικό. Θα στείλουμε τους ισχυρούς» και έστειλε τους ισχυρούς του περσικού στρατού, τους σιωπηλούς και μασκοφόρους από το βαρύ πεζικό, που ονομάζονταν Αθάνατοι. Πίστευε ότι μόλις οι Αθάνατοι έμπαιναν στη δράση, η επίθεσή τους θα τέλειωνε την αντίσταση αμέσως. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν 10.000 άντρες σε σχηματισμό τετραγώνου και προχωρούσαν κατά των Ελλήνων σιωπηλά. Ό,τι και να συνέβαινε έρχονταν κατά πάνω σου. Δεν φορούσαν κράνη, αλλά μια τιάρα στο κεφάλι τους. Η τιάρα ήταν ένα τυλιγμένο ύφασμα, ένα πολύ λεπτό ύφασμα μέσα από το οποίο μπορούσαν να βλέπουν. Ονομάζονταν Αθάνατοι, επειδή όταν ένας από αυτούς αποστρατευόταν ή πέθαινε, ένας άλλος τον αντικαθιστούσε αμέσως. Τα στρατεύματα στέκονταν σε απόσταση 45 μέτρων μεταξύ τους, στο στενό των Θερμοπυλών. Οι Πέρσες απρόσωποι και βουβοί. Αλλά η σιωπή δεν ήταν μέρος της σπαρτιάτικης ψυχολογικής στρατηγικής. Τελικά, οι Αθάνατοι άρχισαν να προελαύνουν και έπεσαν πάνω στην ελληνική γραμμή. Όπως και την προηγούμενη μέρα, οι 300 Σπαρτιάτες κι οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες κρατούσαν καλά. Οι λόγχες των Αθανάτων δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ελληνική θωράκιση, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές δεν είχαν πρόβλημα να βρουν το στόχο τους. Οι Αθάνατοι φορούσαν λεπτή θωράκιση κάτω από τον χιτώνα τους. Οι επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες ήταν παχιές όσο τα χαρτιά της τράπουλας και αδύναμες σε σχέση με τη δύναμη και την ακρίβεια του σπαρτιάτικου δόρατος. Όσο για την περσική ασπίδα, ήταν φτιαγμένη από λυγαριά και ήταν καλή για να αποκρούει ακόντια, στιλέτα ή βέλη, αλλά αδύναμη σε σύγκριση με την ελληνική, που ήταν ασπίδα από μπρούντζο ή ορείχαλκο. Η λόγχη των Ελλήνων μπορούσε εύκολα να τρυπήσει την ασπίδα από λυγαριά. Έτσι, βλέπουμε ότι κανένα από τα στρατιωτικά τμήματα των Περσών δεν ήταν ισάξια των Σπαρτιατών στη μάχη εκ του συστάδην. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχαν πολεμήσει ποτέ ενάντια σε στρατό Οπλιτών, που ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι, εξοπλισμένοι και ευέλικτοι ως προς την τακτική, όπως ήταν οι Σπαρτιάτες. Μετά από δυο μέρες, χιλιάδες Πέρσες είχαν σκοτωθεί. Έπειτα από κάθε επίθεση υπήρχαν ένα σωρό νεκροί άντρες εκεί, άντρες που ούρλιαζαν από τον πόνο, που αιμορραγούσαν, αλλά κυρίως άντρες που αποτελούσαν εμπόδιο. Έπρεπε να τους απομακρύνουν και σε μια από τις επιθέσεις τους, έβγαιναν μπροστά ομάδες και τράβαγαν τους νεκρούς από τη μέση. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι αριθμοί των νεκρών Περσών ήταν τεράστιοι και οι δυνάμεις ξηράς για άλλη μια φορά είχαν παρεμποδιστεί. Όσον αφορά την τακτική, έπειτα από τις δυο πρώτες ημέρες της μάχης των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας θα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση. Είχε αντέξει ό,τι του είχαν στείλει οι Πέρσες και ο ίδιος είχε χάσει λίγους μόνον άντρες.


ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στο μεταξύ, μακριά από την ακτή, ο Θεμιστοκλής και πάλι οδηγούσε το αθηναϊκό ναυτικό ενάντια στον περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η τεράστια καταιγίδα το προηγούμενο βράδυ είχε καταστρέψει τα περσικά πλοία, που είχαν σαλπάρει γύρω από την Εύβοια, σε μια προσπάθεια να περικυκλώσουν τον Θεμιστοκλή. Χωρίς περσικά πλοία που να κατευθύνονται προς τα νώτα του, ο Θεμιστοκλής μπορούσε να συγκεντρώσει τη δύναμή του προς το μέτωπο. Αλλά και πάλι αριθμητικά ήταν κατώτερος, 5 προς 1. Ενώ οι ακριβείς λεπτομέρειες της ναυμαχίας είναι άγνωστες, οι ελληνικές τριήρεις ήταν και πάλι ικανές να καταστρέψουν πολλά από τα περσικά πολεμικά πλοία. Έτσι, στο τέλος της δεύτερης ημέρας στη θάλασσα, εξελισσόταν ένα παρόμοιο σενάριο. Οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει και πάλι να πέσουν πάνω στον Θεμιστοκλή, αλλά δεν τα πήγαν καλύτερα τη δεύτερη ημέρα. Το ελληνικό μέτωπο άντεχε και στην ξηρά και στη θάλασσα. Ήταν άλλη μια ψυχολογική νίκη για τους Έλληνες και άλλο ένα χτύπημα για τον Ξέρξη. Αλλά μια λύση θα γινόταν σύντομα ξεκάθαρη στον Πέρση βασιλιά και θα οδηγούσε σε μια από τις πιο διάσημες και ηρωικές αντιστάσεις στην Ιστορία.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, 4.000 Έλληνες στρατιώτες, υπό την ηγεσία του Λεωνίδα και της ομάδας των 300 πολεμιστών του, προετοιμάζονταν για άλλη μια ημέρα μάχης. Μέχρι τώρα είχαν αντέξει και είχαν αποκρούσει τον περσικό στρατό, τη μεγαλύτερη δύναμη ξηράς που είχε συγκεντρωθεί ποτέ, έως τότε. Μέχρις στιγμής, οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει μια επίθεση με ελαφρύ πεζικό και είχαν δεινοπαθήσει. Προέλασαν με τους καλύτερους στρατιώτες τους, το βαρύ πεζικό κι υπέφεραν εξίσου άσχημα. Τα πράγματα γίνονται λίγο παρακινδυνευμένα: ο στρατός παρεμποδίζεται, καταναλώνει προμήθειες, καθώς πρέπει να τρώει κάθε μέρα και αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Η λύση ήταν να βρουν έναν τρόπο και να πάνε πίσω από τη θέση των Σπαρτιατών. Ο Ξέρξης ανακάλυψε την απάντηση: ένα μικρό μονοπάτι από το περσικό στρατόπεδο, γύρω από το όρος Καλλίδρομο, πίσω από την ελληνική γραμμή. Οι ιστορικοί δεν γνωρίζουν το πότε ο Ξέρξης έμαθε για το πέρασμα. Πιστεύεται ότι ένας Έλληνας κατάσκοπος του το είχε πει μετά τη δεύτερη μέρα της μάχης. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να διασπάσει την ελληνική άμυνα και γνωρίζοντας ότι τα αποθέματα τροφής τέλειωναν, ο Ξέρξης αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πέρασμα. Τη νύχτα της δεύτερης ημέρας, αφού η επίθεση με το βαρύ πεζικό είχε αποτύχει, άρχισε να κινεί, με την κάλυψη του σκοταδιού, 10.000 άντρες πάνω στο μονοπάτι αυτό, για να υπερφαλαγγίσει τη θέση των Σπαρτιατών. Αλλά ο Λεωνίδας γνώριζε αυτό το πέρασμα. Πριν την πρώτη μέρα της επίθεσης, είχε τοποθετήσει 1.000 άντρες στην κορυφή του περάσματος. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από Φωκείς, κάτοικους της Φωκίδας. Καθώς οι Πέρσες πλησίαζαν τη γραμμή των Φωκέων, η αμυντική αυτή δύναμη δεν υπήρχε. Στην κορυφογραμμή υπάρχει μια διασταύρωση που οδηγεί στη Φωκίδα και για κάποιο λόγο, ο στρατός των Φωκέων πιστεύει ότι η επίθεση θα γίνει στην πατρίδα τους, τη Φωκίδα και γι’ αυτό αποσύρεται. Με τον φόβο ότι τα σπίτια τους θα δέχονταν επίθεση, οι Φωκείς αποχωρούν για να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους, αφήνοντας στους Πέρσες ένα ανοιχτό πέρασμα. Στο σημείο αυτό ο Λεωνίδας είναι καταδικασμένος. Πάνω και πίσω του υπάρχουν 10.000 άντρες που μπορούν να κατέβουν το βουνό ανά πάσα στιγμή. Στη μέση της νύχτας, οι Έλληνες ανιχνευτές ενημέρωσαν τον Λεωνίδα ότι οι Φωκείς είχαν λιποτακτήσει. Γνωρίζοντας ότι θα υπερφαλαγγιζόταν, ο Λεωνίδας διέταξε την υποχώρηση του ελληνικού πεζικού. Δεν μπορείς να διατάξεις 4.000 άντρες να φύγουν έτσι απλά. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, ο εχθρός ξέρει αμέσως τι κάνεις. Θα σου επιτεθεί κατά μέτωπο. Δεύτερον, δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι να περιοριστείς στο πίσω μέρος. Πρέπει να βγάλεις σχετικά μικρές ομάδες έξω, σε μια σταδιακή υποχώρηση, ελπίζοντας αυτά να γίνει σιωπηλά, ώστε ο εχθρός βασικά να μη ξέρει ότι το μέτωπο έχει εξασθενήσει, διαφορετικά θα σου επιτεθεί. Μέχρι την αυγή, όλα τα ελληνικά στρατεύματα είχαν υποχωρήσει, εκτός από τον Λεωνίδα, τους 300 Σπαρτιάτες και περίπου 700 στρατιώτες από την ελληνική πόλη-κράτος, τις Θεσπιές. Πολλοί λίγοι άνθρωποι ξέρουν αυτήν την πληροφορία για τη μάχη, αλλά περίπου 700 Θεσπιείς στρατιώτες παρέμειναν με τον Λεωνίδα. Μπορούσαν να είχαν φύγει, αλλά αποφάσισαν να μείνουν και να παλέψουν με τους Σπαρτιάτες μέχρι τέλους. Ο λόγος που αυτό ξεχνιέται, είναι γιατί η μάχη των Θερμοπυλών έχει μεταβληθεί σε μύθο σε όλη την ιστορία και στις ταινίες στις ημέρες μας, με τέτοιο τρόπο που μόνο 300 Σπαρτιάτες αντιμετώπισαν εκατομμύρια Πέρσες. Αλλά δεν έγινε έτσι. Αλλά και πάλι, αυτή η δύναμη των χιλίων περικυκλώθηκε από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες. Ο Λεωνίδας και οι άντρες του ήταν έτοιμοι για την τελευταία τους αντίσταση. Ήταν μια σπουδαία στιγμή, όπου οι Σπαρτιάτες πήγαν μπροστά για να πεθάνουν και οι σύμμαχοι πήγαν πίσω για να ζήσουν. Για μένα αυτή είναι η πιο συναισθηματική στιγμή της μάχης. Το ερώτημα είναι γιατί ο Λεωνίδας το έκανε αυτό και δεν απέσυρε τους στρατιώτες του; Νομίζω ότι υπάρχουν μερικές απαντήσεις γι’ αυτό. Κάποιοι θα πουν ότι πραγματοποιούσε την προφητεία της Πυθίας. Η θυσία στο μυαλό του έχει σχέση με τη διάσωση της Σπάρτης. Και γι’ αυτό μένει και μπαίνει σε μια δονκιχωτική μάχη, που γνωρίζει ότι θα την χάσει. Δεν το κάνει γιατί θέλει να γίνει μάρτυρας, ούτε γιατί ως Σπαρτιάτης στρατιώτης έχει εκπαιδευτεί να αντιστέκεται και να πεθαίνει. Ακριβώς το αντίθετο. Ως Σπαρτιάτης στρατιώτης έχει εκπαιδευτεί να το σκάει, να κλέβει, να ξεφεύγει. Αλλά, ως Σπαρτιάτης πιστεύει στους χρησμούς και στη θρησκεία και είναι καθήκον του να μείνει και να πεθάνει για το κράτος. Ίσως η πίστη του Λεωνίδα να τον κράτησε στο στενό των Θερμοπυλών, αλλά από στρατιωτική άποψη, η παρουσία του παρείχε μια δύναμη κάλυψης κατά τη διάρκεια μιας τακτικής υποχώρησης. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό που μπορεί να τους καθυστερήσει, δίνει στους Έλληνες που έχουν μείνει στα μετόπισθεν την ευκαιρία να συγκεντρώσουν το στρατό και να πάρουν νέες αμυντικές θέσεις. Οι άντρες που αποτραβήχτηκαν από το πέρασμα πρέπει να διανύσουν ακόμα μια απόσταση πριν ενωθούν με τα άλλα στρατεύματα. Βασικά αποφασίζει να κερδίσει μια ή δύο επιπλέον μέρες και να μετατρέψει τον εαυτό του και τη σωματοφυλακή του σε μια δύναμη κάλυψης για μια στρατηγική ή τακτική υποχώρηση. Ακόμα δεν ξέρουμε γιατί ο Λεωνίδας αποφάσισε να μείνει πίσω. Αλλά αυτή η τελική του αντίσταση έχει καταγραφεί ως μια από τις πιο διάσημες στην ιστορία.

ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Έπειτα από δύο μέρες αποτυχημένων προσπαθειών να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες ανακάλυψαν έναν τρόπο για να περικυκλώσουν το πέρασμα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Λεωνίδας, διέταξε μια τακτική υποχώρηση για τη μεγαλύτερη πολεμική του δύναμη. Περίπου 700 Έλληνες στρατιώτες παρέμειναν, μαζί με 300 Σπαρτιάτες και τον Λεωνίδα, παγιδευμένοι από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες στρατιώτες. Ο Λεωνίδας κάνει την τελευταία του αντίσταση στο στενό των Θερμοπυλών. Για δυο μέρες, απέκρουε με επιτυχία τις περσικές επιθέσεις. Αλλά τώρα οι Πέρσες τον έχουν παγιδεύσει. Τελικά βρήκαν τον τρόπο να τον υπερφαλαγγίσουν και τον έφεραν ακριβώς εκεί που ήθελαν. Αν και το γνώριζαν, οι Σπαρτιάτες με ηρεμία προετοιμάζονται για τη μάχη, καθώς ένας Πέρσης ανιχνευτής τους παρακολουθούσε κρυφά. Είδε τους Σπαρτιάτες να ασκούνται γυμνοί και μετά να ρίχνουν λάδι πάνω τους και να καθαρίζονται, να φτιάχνουν τα μακριά μαλλιά τους και να τα χτενίζουν. Οι Πέρσες το βλέπουν αυτό και δεν καταλαβαίνουν. Το κοιτούν και το θεωρούν ματαιοδοξία, το κοιτούν και το θεωρούν συμπεριφορά λουτρού. Δεν ξέρουν ότι οι Σπαρτιάτες προετοιμάζουν τα σώματά τους για θάνατο. Καθαροί και έτοιμοι για μάχη, οι Σπαρτιάτες πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης για μια τελευταία φορά. Είναι επαγγελματίες πολεμιστές. Έτσι χαρακτήριζαν τον εαυτό τους, έτσι προσδιοριζόταν η θέση τους στην κοινωνία. Φαντάζομαι ότι θα καλοδέχονταν τη μάχη από ψυχολογική και κοινωνική άποψη: «είμαστε αριθμητικά λιγότεροι, αλλά είμαστε καλύτεροι». Στις «Ιστορίες» του, ο Ηρόδοτος περιέγραψε την τελική μάχη: «Από τη μια μεριά, οι βάρβαροι, γύρω από τον Ξέρξη, προήλαυναν μπροστά, από την άλλη, οι Έλληνες, γύρω από τον Λεωνίδα, διακρίνοντας ότι θα πέθαιναν, προήλασαν πολύ περισσότερο από ό,τι είχαν κάνει νωρίτερα, στο πιο πλατύ μέρος του περάσματος. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατος ερχόταν γι’ αυτούς, από αυτούς που κινούνταν γύρω από το βουνό, έδειξαν ενάντια στους βάρβαρους όλη τη δύναμη αντίστασης που είχαν και πάλεψαν σαν τρελοί, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα, παρά μόνο για τη στιγμή».

Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά είμαι σίγουρος ότι, αφού οι Πέρσες τους επιτέθηκαν από μπροστά και από πίσω, οι Έλληνες έσπασαν τους ζυγούς και η φάλαγγα διαλύθηκε. Επειδή η φάλαγγα ήταν η βάση της ελληνικής άμυνας, μόλις αυτή διαλύθηκε, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν και τόσο δυνατοί, όσο τις δύο τελευταίες μέρες. Το πεδίο της μάχης θα γινόταν χαοτικό στο σημείο αυτό και ο καθένας θα πάλευε για τον εαυτό του. Πολλοί θα στράφηκαν στα σπαθιά τους σ’ αυτή τη μάχη εκ του συστάδην. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι όλες οι ελληνικές λόγχες έσπασαν και ότι πάλευαν με ό,τι μπορούσαν. Αναφέρει μάλιστα τη γενναιότητα και την ανδρεία λίγων Σπαρτιατών ονομαστικά. Εκτός από τον Λεωνίδα, ήταν ο υπολοχαγός του, ο Διηνέκης, που φαίνεται ότι ξεχώρισε στη μάχη. Αλλά, παρά την ανδρεία του και τα χρόνια έντονης και βάναυσης στρατιωτικής εκπαίδευσης, τελικά ήταν θέμα χρόνου, πριν σφαγιαστούν οι Σπαρτιάτες πολεμιστές. Και πράγματι φαίνεται ότι ο χρησμός της Πυθίας για τον Λεωνίδα σύντομα θα εκπληρωνόταν. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια στιγμή, νωρίς στη μάχη, ο Λεωνίδας χτυπήθηκε από περσικά βέλη. Μπορούμε να φανταστούμε τον σπουδαίο βασιλιά να είναι ξαπλωμένος και να πεθαίνει και να παρατηρεί τους συντρόφους του να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον. «Ο Λεωνίδας έπεσε στη μάχη αυτή έχοντας δείξει ότι ήταν άνθρωπος αξίας, όπως οι ήρωες του παρελθόντος. Γινόταν μεγάλη μάχη γύρω από το σώμα του Λεωνίδα. Τέσσερις φορές οι Έλληνες απέκρουσαν τον εχθρό και τελικά πήραν το πτώμα με την ανδρεία τους». Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Διηνέκης διέσωσε το πτώμα του Λεωνίδα και με μερικούς εναπομείναντες Σπαρτιάτες υποχώρησε σ’ ένα πιο στενό μέρος του περάσματος. Οι Πέρσες κάλεσαν τους τοξότες τους για μια τελευταία φορά. Αυτοί βρήκαν με ευκολία τους στόχους τους. Κάθε Σπαρτιάτης είχε σφαγιαστεί. Μετά τη σφαγή, ο Ξέρξης περπάτησε στο πεδίο της μάχης. Είχε χάσει σχεδόν 20.000 άντρες μέσα σε τρεις μέρες. Διέταξε να θάψουν τους στρατιώτες του, για να μην αποκαρδιωθεί ο υπόλοιπος στρατός του από τη θέα των πτωμάτων που ήταν σε σήψη. Ο Ξέρξης διέταξε επίσης να κοπεί το κεφάλι του Λεωνίδα και να τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα παλούκι. Το καλό από την καταστροφή αυτή ήταν ο ηρωικός θάνατος των ανθρώπων που κράτησαν το πέρασμα, ώστε οι σύντροφοί τους να ζήσουν και να κερδίσουν χρόνο για τη χώρα τους. Είναι σπουδαία ηρωική ιστορία. Είναι αυτό ακριβώς που θα θυμόντουσαν, έτσι όπως κι εμείς θυμόμαστε στον πολιτισμό μας τους άντρες και τις γυναίκες που πεθαίνουν ενώ θυσιάζονται ηρωικά και κερδίζουν το μετάλλιο της τιμής. Το κρατάμε ως παράδειγμα για την επόμενη γενιά: «Αν σου συμβεί αυτό, αυτό περιμένουμε από σένα». Οι Έλληνες έκαναν το ίδιο πράγμα.


Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ο Ξέρξης είχε τώρα ένα ανοικτό πέρασμα μπροστά του. Η ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας ήταν καταδικασμένη. Τίποτα δεν στεκόταν πλέον ανάμεσα σ’ αυτόν και την Αθήνα. Η περσική εκδίκηση είχε ολοκληρωθεί. Προέλασε τη δύναμή του μέσα από το στενό των Θερμοπυλών, διασκορπίζοντας βασικά τις ελληνικές δυνάμεις που ήταν μπροστά του. Κάποιες από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, που είχαν συμμαχήσει με την Αθήνα, τώρα πηγαίνουν με τους Πέρσες από προσωπικό συμφέρον.
Έξω από την ακτή του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής και πάλι κρατάει μακριά τον περσικό στόλο, αλλά τη φορά αυτή υπέστη σημαντικές απώλειες και έχασε μέρος του στόλου του. Λόγω της κατάρρευσης της ελληνικής άμυνας στην ξηρά, ο Θεμιστοκλής δεν είχε πλέον λόγο να υπερασπίζεται το στενό. Οδηγεί τα εναπομείναντα πλοία του νότια για να ανασυνταχθούν και να πολεμήσουν ξανά. Γνωρίζοντας ότι η καταστροφή της Αθήνας, του λίκνου της Δημοκρατίας, ήταν αναπόφευκτη, οι Αθηναίοι επισκέφτηκαν την Πυθία στους Δελφούς, ζητώντας την οδηγία της. «Γιατί κάθεστε όσοι περιμένετε την καταστροφή; Πηγαίνετε στα πιο μακρινά μέρη της γης. Ο Δίας που τα βλέπει όλα, σας δίνει ένα ξύλινο τείχος, το μόνο πράγμα που θα είναι άφθαρτο, ένα πλεονέκτημα για σας και τα παιδιά σας». Όπως συμβαίνει συχνά με την Πυθία, το μήνυμα είναι μυστικό. Πολλοί Αθηναίοι πιστεύουν ότι η Πυθία τους λέει να μείνουν πίσω από τα τείχη της Ακρόπολης. Αλλά ο Θεμιστοκλής πιστεύει ότι τα ξύλινα τείχη είναι τα πλοία του ναυτικού και ότι θα έπρεπε να εκκενώσουν την πόλη. Δυο μήνες μετά την αντίσταση στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης εκπλήρωσε την υπόσχεσή του να εκδικηθεί το κάψιμο της πρωτεύουσας της Ιωνίας, των Σάρδεων και την ήττα στον Μαραθώνα. Χρειάστηκαν 20 χρόνια, δυο μεγάλες εισβολές και η απώλεια δεκάδων χιλιάδων αντρών. Ο Ξέρξης τελικά ισοπέδωσε την Αθήνα. Αλλά η μεγάλη απώλεια σε ζωές αποτράπηκε. Οι μόνες απώλειες ήταν αυτών που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το ναό τους και τη θεά τους στην Ακρόπολη. Έμειναν λίγοι άνθρωποι. Ισοπεδώνει τα πάντα πάνω στην Ακρόπολη, όπου είναι ο πιο ιερός ναός των Αθηναίων. Βασικά αυτό είναι η εκδίκηση για τις Σάρδεις.

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Ένα μήνα αφού ο Ξέρξης είχε καταστρέψει την Αθήνα, οι Έλληνες απαίτησαν τη δική τους εκδίκηση. Ο Θεμιστοκλής παρέσυρε τον Ξέρξη στο στενό της Σαλαμίνας, όπου είχαν διαφύγει πολλοί Αθηναίοι και όπου περίμενε το ανανεωμένο αθηναϊκό ναυτικό. Ενώ οι μελετητές συζητούν τις ακριβείς λεπτομέρειες, φαίνεται ότι ένας Έλληνας διπλός πράκτορας έδωσε ψεύτικες πληροφορίες στους Πέρσες σχετικά με τη θέση των Ελλήνων. Οι Πέρσες σάλπαραν αμέσως στο στενό της Σαλαμίνας, όπου τους αιφνιδίασε και τους επιτέθηκε ο ελληνικός στόλος. Ο Θεμιστοκλής κατέστρεψε μεγάλο μέρος του περσικού ναυτικού. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι ίσως η πιο σημαντική στρατηγική στιγμή στον Ελληνοπερσικό πόλεμο. Οι Πέρσες κέρδισαν τους Έλληνες στις Θερμοπύλες και έκαψαν ολοσχερώς την Αθήνα, αλλά το ελληνικό ναυτικό προκάλεσε τόσες ζημιές στον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα, που ο Ξέρξης αναγκάστηκε να υποχωρήσει και τελικά να σαλπάρει για την πατρίδα του, γιατί αν δεν είχε αρκετά πολεμικά πλοία, για να υπερασπιστεί τα μεταγωγικά του, τότε θα ήταν καταδικασμένος. Ο Ξέρξης έφυγε από την Ελλάδα και δεν επέστρεψε ποτέ. Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Περσικής Αυτοκρατορίας, γιατί τώρα οι Έλληνες άρχισαν να επιτίθενται στους Πέρσες στο δικό τους έδαφος, επιτυγχάνοντας μεγάλες στρατιωτικές νίκες στις Πλαταιές, τη Μυκάλη, τη Σηστό. Οι Έλληνες κυνήγησαν τους Πέρσες μέχρι στην Ασία και έκαψαν τη σπουδαία πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευαστεί στον Ελλήσποντο. Την άφησαν να καεί στο Αιγαίο, αλλά πριν την κάψουν αφαίρεσαν τα καλώδια από λινάρι και πάπυρο που έδεναν τα πλοία. Τα κράτησαν ως τρόπαια. Οι Αθηναίοι τα τιμούσαν τόσο ως τρόπαια, που τα έβαλαν στον νεόκτιστο Παρθενώνα τους.

ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ
Οι διάφορες ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως η Αθήνα και η Σπάρτη, εγκατέλειψαν τις εσωτερικές τους διαφορές και τελικά ενώθηκαν για να πολεμήσουν την Περσία ως μια ενοποιημένη χώρα. Μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε πρώτα στο στενό των Θερμοπυλών. Μερικές φορές δεν εκτιμούμε τη σπουδαιότητα της μάχης των Θερμοπυλών. Ίσως όχι από στρατιωτική άποψη, αλλά από συμβολική και πολιτιστική άποψη. Η Ελλάδα γινόταν αυτό που δεν είχε γίνει ποτέ. Απομακρυνόταν από το να είναι ένα συνονθύλευμα πόλεων-κρατών και γινόταν ένα έθνος που είχε την αίσθηση ότι ήταν ένα έθνος, ότι ήταν περισσότερο ελληνικό παρά αθηναϊκό, περισσότερο ελληνικό παρά σπαρτιατικό. Άρχισαν να αναγνωρίζουν τις αξίες και τους πολιτισμούς τους, όχι ως ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, αλλά ως έθνος, ως σύνολο. Ο Φίλιππος της Μακεδονίας έκανε ένα παραπάνω βήμα και ενοποίησε τις ελληνικές πόλεις-κράτη σε μια χώρα. Με αυτήν την ενοποιημένη χώρα, ο γιος του Φίλιππου, ο Αλέξανδρος, τελικά κατέστρεψε την Περσική Αυτοκρατορία, εξάγοντας τον ελληνικό πολιτισμό σε όλον τον κόσμο και εισάγοντας στους υποταγμένους λαούς την ελληνική πολιτική, το νόμο, την τέχνη, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Ο πολιτισμός τον οποίον διέδωσε, έγινε η βάση του δυτικού πολιτισμού. Όλα αυτά θα ήταν εντελώς αδύνατα, αν η Ελλάδα είχε παραμείνει ένα σύνολο ξεχωριστών πόλεων-κρατών. Όμως έγινε έθνος, υπήρχε η αίσθηση του εθνικισμού και αυτή η αίσθηση ξεκίνησε σ’ έναν σημαντικό τόπο και ο τόπος αυτός ήταν το στενό των Θερμοπυλών. Ήταν η τελευταία αντίσταση για τον Λεωνίδα και τους 300 Σπαρτιάτες στρατιώτες, που παρέμειναν και πολέμησαν μέχρι θανάτου, ενώ οι Έλληνες αδελφοί τους υποχώρησαν για να πολεμήσουν κάποια άλλη φορά. Οι πόλεμοι κερδίζονται όταν διαλύεις τη θέληση του εχθρού σου για να συνεχίσει να πολεμάει. Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες άρχισαν να διαλύουν τη θέληση των Περσών. Θα χρειάζονταν άλλα 150 χρόνια, αλλά η ανάμνηση των 300 Σπαρτιατών θα παρακινούσε τελικά τους Έλληνες για νίκη επί των Περσών. Αν οι Πέρσες είχαν νικήσει, η δημοκρατία θα είχε σταματήσει στα πρώτα της βήματα. Και πιστεύω ότι είναι αδιανόητο η δημοκρατία να είχε δημιουργηθεί οπουδήποτε αλλού, στη Μέση Ανατολή ή στον ελληνικό κόσμο. Αυτό θα ήταν το τέλος της δημοκρατίας. Για αιώνες, οι στρατιωτικοί μελετητές έχουν εξετάσει τις γενναίες προσπάθειες των Σπαρτιατών, όπου οι λίγοι αντιστάθηκαν στους πολλούς και ο θάνατος ήταν η υπέρτατη θυσία. Η ιστορία των 300 είναι μια από τις μάχες που επευφημήθηκαν πιο πολύ, από τις σπουδαιότερες αντιστάσεις του πολιτισμού.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη