Ιστορία β' γυμνασίου: Η καταστροφή της Βυζαντινής αυτοκρατορίαςΣτο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι απαντήσεις στο πώς και στο γιατί ήλθε η παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενός κοινωνικού και κρατικού μηχανισμού που άντεξε πάνω από χίλια χρόνια και αποτέλεσε από τον 5ο έως το τέλος του 12ου αιώνα το πλουσιότερο και το πλέον πολυάριθμο σε πληθυσμό κράτος της χριστιανοσύνης. Στο ερώτημα που διαβάζετε ανωτέρω είναι, εκ προοιμίου, εξαιρετικά δυσχερέςνα δοθεί μια απάντηση ολοκληρωμένη, πολλώ δε μάλλον στον ούτως ή άλλως περιορισμένο χώρο που προσφέρει ένα άρθρο το οποίο προορίζεται για δημοσίευση σε μια διαδικτυακή πύλη. Παρά ταύτα, φρονώ ότι η προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος από τους N. H. Baynes και H. Moss στο συλλογικό έργο με τον τίτλο Byzantium (έκδοση 1948) είναι άκρως διαφωτιστική και μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ποιοι ήταν, σε γενικές γραμμές, οι παράγοντες εκείνοι που οδήγησαν στην παρακμή και, εντέλει, στην κατάρρευση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Πριν παραθέσουμε τις απόψεις των διαπρεπών βυζαντινολόγων που συνεργάστηκαν στο προαναφερθέν συλλογικό έργο, αξίζει να αναφέρουμε επιγραμματικά τους παράγοντες που συντέλεσαν στη χιλιόχρονη επιβίωση του βυζαντινού κράτους: η προνομιούχος γεωγραφική θέση του, η οικονομική οργάνωση και δραστηριότητα (γεωργία, ναυτιλία, διαμετακομιστικό εμπόριο, βιοτεχνία), ο διοικητικός μηχανισμός και η νομοθεσία (θεσμοί που εν μέρει κληρονομήθηκαν από τη Ρώμη, αλλά και διαμορφώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου). Όταν συνεπεία εσωτερικών σφαλμάτων ή εξωτερικών πληγμάτων, η οικονομική ζωή, ο διοικητικός μηχανισμός και, συνακόλουθα, η κοινωνική και θρησκευτική συνοχή παρουσίασαν ρωγμές, τότε άρχισε παράλληλα και η παρακμή του κράτους, που έγινε έτσι πιο ευάλωτο στην πίεση που ασκούσαν οι εξωτερικοί αντίπαλοι. Πρώτα ήλθαν η οικονομική κατάρρευση και η κοινωνική διάσταση, και ακολούθησαν η ηττοπάθεια και η πτώση.
Ιδού λοιπόν οι απαντήσεις στο πώς και στο γιατί ήλθε η παρακμή ενός κοινωνικού και κρατικού μηχανισμού που άντεξε πάνω από χίλια χρόνια και αποτέλεσε από τον 5ο έως το τέλος του 12ου αιώνα το πλουσιότερο και το πολυπληθέστερο κράτος της χριστιανοσύνης: Η παρακμή ήλθε με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, γηράσκουν. Οι βυζαντινοί πλοιοκτήτες, οι έμποροι και οι βιομήχανοι, πιθανώς προσκολλημένοι παθητικά σε παλαιωμένες μεθόδους εργασίας, δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν τους νεότερους ιταλούς ανταγωνιστές τους. Από την άλλη πλευρά, η βυζαντινή οικονομική οργάνωση ήταν κρατική και, κατά συνέπεια, γραφειοκρατική. Οι γραφειοκρατίες καταλαμβάνονται ακόμα πιο γρήγορα από την παρακμή απ’ ό,τι οι «κοινότητες». Από τον 11ο αιώνα η βυζαντινή διοίκηση δεν ήταν πλέον ικανή να προστατεύει τους μικροϊδιοκτήτες γης. Μπορεί κανείς επίσης να υποθέσει ότι, με την αδιάκοπη παρέμβαση των υπαλλήλων της διοικήσεως (οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου γίνονταν ολοένα και χειρότεροι), το κράτος προξένησε περισσότερο κακό παρά καλό στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά, η φορολογία, χαριστική (σε βαθμό διαρκώς αυξανόμενο) για τα μοναστήρια και την τάξη των ισχυρών, γινόταν εξ ανάγκης ολοένα και περισσότερο καταπιεστική για τις λαϊκές μάζες.
Εντούτοις, όλες αυτές οι αιτίες παρακμής βάρυναν λιγότερο σε σύγκριση με τις πολιτικές ατυχίες, που (με ορισμένες περιόδους ανακοπής, ιδίως στην εποχή των τριών μεγάλων Κομνηνών αυτοκρατόρων) εξακολουθούσαν να σημειώνονται στην αυτοκρατορία μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’. Το πρώτο απ’ αυτά τα διαδοχικά δυσάρεστα γεγονότα ήταν η απώλεια των πλούσιων αγροτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, ως επακόλουθο της ραγδαίας προελάσεως των Σελτζούκων. Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα έγιναν οι επιδρομές των Νορμανδών, μία από τις οποίες (του έτους 1147) συνοδεύτηκε από τη μεταφορά στη Σικελία των βιομηχανιών μετάξης των Θηβών και της Κορίνθου. Σχεδόν ταυτόχρονα ακολούθησαν οι πρώτες τρεις σταυροφορίες, οι οποίες, μεταξύ άλλων δυσάρεστων συνεπειών, επέφεραν τη μεταφορά του συριακού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία. Κατά τη βασιλεία του Ισαάκιου Αγγέλου η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους είχε ως επακόλουθο την απώλεια εκείνων των παραδουνάβιων επαρχιών που επί μακρόν αντιστάθμιζαν την απώλεια τόσο πολλών ασιατικών εδαφών.
Ο θάνατος του Βασίλειου ΄Β το 1025 βρίσκει την Αυτοκρατορία παντοδύναμη, με γεμάτα ταμεία, με πειθαρχημένη και αποτελεσματική κεντρική διοίκηση, με πολυάνθρωπα εθνικά στρατεύματα, με προωθημένα σύνορα και το κυριότερο χωρίς πιθανές φυσικές απειλές. Όμως μια σειρά διαδοχικών ανίκανων Αυτοκρατόρων θα οδηγήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα το Βυζαντινό κράτος σε μεγαλειώδη και ταχύτατη παρακμή καθώς οι πολιτικές τους θα αποδυναμώνουν συνεχώς την κεντρική διοίκηση είτε προς όφελος προσωπικών ματαιόδοξων φιλοδοξιών είτε προς όφελος των επιταγών των αριστοκρατικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης. Υπό αυτή την σκοπιά η απώλεια της Βυζαντινής Ανατολίας δεν θα πρέπει να εκπλήσσει τον προϊδεασμένο μελετητή. Η Μ.Ασία όπως ακριβώς συνέβη και με τις άλλες κτήσεις χάθηκαν λόγω της απουσίας και απραγίας του Βυζαντινού κράτους το οποίο αιμορραγούσε στο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό τομέα για τουλάχιστον τρεις συνεχιζόμενους αιώνες.
Ανακεφαλαιώνοντας την περιγραφή της πολιτιστικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Βυζαντινής Ανατολίας στα τέλη του 9ου αιώνα βλέπουμε πως η περιοχή αυτή αποτελούσε στην πραγματικότητα την καρδιά του κράτους. Διέθετε πλεόνασμα ανθρώπινου δυναμικού, πρώτες ύλες, ανεπτυγμένη γεωργία, χρήματα και ομογενοποιημένο ανθρωπολογικό υπόβαθρο δημιουργημένο από την μορφοπλαστική επίδραση της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικό είναι πως το 45% των δημόσιων μνημείων της Καππαδοκίας θα ανεγερθούν στα 150 χρόνια μετά την λήξη της εικονομαχίας, ένα ποσοστό 30% στο πρώτο του 11ου αιώνα και μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 8-10% τον 13ο αιώνα. Στα τέλη του 11ου αιώνα στην Καππαδοκία συνολικά υπήρχαν πάνω από 1000 κτίσματα θρησκευτικού ενδιαφέροντος π.χ Εκκλησίες, Νοσοκομεία κλπ. ακτινοβολώντας την άνθηση που γνώρισε τους προηγούμενους αιώνες. Με όλες αυτές τις προϋποθέσεις η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γεμάτη περηφάνια, δύναμη και σιγουριά θα οπλιστεί με υλικά και πνευματικά εφόδια και θα διεκδικήσει τις χαμένες επαρχίες που για δυόμισι αιώνες βρίσκονταν στα χέρια των Αράβων και Βουλγάρων. Τον 10ο αιώνα είναι που θα γεννηθεί και η καθεαυτή πολιτισμική ταυτότητα του «Ρωμιού» και της «Ρωμιοσύνης» ως ένα νέο είδος πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας και εθνικού αυτοπροσδιορισμού των Βυζαντινών υπηκόων που δεν υπήρχε παλιότερα.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω για την κατάσταση της ακμαίας Αυτοκρατορίας στο πρώτο τέταρτο του 11ου αιώνα αναρωτιέται πως ήταν δυνατόν σε λιγότερο από μία εκατονταετία φυλές της κεντρικής Ασίας να καταστρέφουν την Ανατολία και να καταργούν για αιώνες τα Βυζαντινά σύνορα και παρουσία σε μία τόσο νευραλγική περιοχή. Τα αίτια που επέτρεψαν κάτι τέτοιο ήταν πρωτίστως εσωτερικά, τα εξωτερικά δηλ. οι Τούρκοι απλώς επιδείνωσαν την κατάσταση. Το σίγουρο είναι πως χωρίς την εσωτερική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική διάσπαση της Αυτοκρατορίας οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που ανελπιστάτα δημιουργήθηκε μπροστά στα μάτια τους. Μετά τον θάνατο του Βασίλειου ΄Β το κράτος δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τις άπληστες και ληστρικές τάσεις των αριστοκρατικών κύκλων της Μ.Ασίας και της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ζητούσαν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία για ιδιοτελείς σκοπούς σε βάρος βέβαια μίας στιβαρής κεντρικής εθνικής πολιτικής. Το
Τον 11ο αιώνα η αντιπαράθεση μεταξύ αριστοκρατών Μ.Ασίας και Κωνσταντινούπολης λήγει υπέρ των πρώτων οι οποίοι προσπάθησαν να αποδυναμώσουν όσο γίνεται περισσότερο τους ευγενείς κύκλους των επαρχιών της Ανατολής. Από την μία η έλλειψη αποτελεσματικού μηχανισμού ανάσχεσης των συγκεντρωτικών τάσεων των «Δυνατών» στην Μ.Ασία είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ανεξάρτητης τάξης αγροτών-στρατιωτών οι περιουσίες των οποίων θα απορροφηθούν από τους μεγαλογαιοκτήμονες περνώντας οι ίδιοι σε καθεστώς ομηρίας. Με αυτό τον τρόπο χτυπήθηκε η τάξη των αγροτών που αποτελούσαν τον πυρήνα των θεματικών εθνικών στρατευμάτων,με άλλα λόγια η έλλειψη κρατικού μηχανισμού ανάσχεσης έφθασε στα άκρα το φεουδαρχικό σύστημα καταδικάζοντας το σε μαρασμό λόγω αφανισμού της παραγωγικής τάξης. Από την άλλη πλευρά η αριστοκρατία της Μητρόπολης προσπαθώντας με μία σειρά ενεργειών να αποδυναμώσει την επίφοβη στρατιωτική αριστοκρατία της Μ.Ασίας χτύπησε τόσο γερά τον στρατιωτικό τομέα που στα μάτια της κοινωνίας του 11ου και 12ου αιώνα το επάγγελμα του στρατιώτη απαξιώθηκε. Ο
Οι Αυτοκράτορες Κωνσταντίνος ΄Θ ο Μονομάχος (1042-1055) και Κωνσταντίνος Δούκας (1059-1067) έκαναν μεγάλη προσπάθεια να απομακρύνουν από την κεντρική διακυβέρνηση του κράτους τους ενοχλητικούς στρατιωτικούς τοποθετώντας στην θέση τους ευνομούμενους τους χωρίς να πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις δηλ. συγγενείς ή φίλους τους. Χαρακτηριστικές είναι η μαρτυρίες της εποχής που αποκαλύπτουν την υποβαθμισμένη και σαθρή κατάσταση του γηγενή εθνικού στρατού και αυτό σε λιγότερο από μισό αιώνα από τον θάνατο του Βασιλείου ΄Β. Χωρίς την ύπαρξη ανθηρής αγροτικής τάξης δεν παράκμασε μονάχα ο στρατός αλλά και η οικονομία η οποία στηρίζονταν κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Αυτό με την σειρά του οδήγησε σε θρυμματισμό του κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού ο οποίος είχε υφανθεί και συγκολληθεί σταδιακά διαμέσου των αιώνων από την ενοποιητική επενέργεια της Εκκλησίας και της Ελληνικής γλώσσας. Χιλιάδε
Χιλιάδες Αρμένιοι υπό την διαταγή της Κωνσταντινούπολης άφησαν τα προγονικά τους εδάφη για να εγκατασταθούν μόνιμα στην Μ.Ασία (Κιλικία) ενώ αντίθετα η Αρμενική αριστοκρατία θα κινηθεί στην Μητρόπολη, οι νέοι όμως άποικοι δεν έδειξαν προθυμία να ενσωματωθούν στο Ελληνόφωνο και Ορθόδοξο περιβάλλον που βρέθηκαν ξαφνικά. Συσπειρωμένοι γύρω από την θρησκεία τους πρόβαλλαν ισχυρές αντιστάσεις στο να δεχθούν το Ορθόδοξο δόγμα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούν συνεχώς τάσεις απόσχισης και δολιοφθοράς δημιουργώντας ρήγματα στον ντόπιο κοινωνικό και θρησκευτικό πληθυσμό. Είναι γνωστές οι δολιοφθορές που προκαλούσαν οι Αρμένιοι στα στρατεύματα του Ρωμανού του Διογένη καθώς αυτά κατευθύνονταν στο Μαντζικέρτ (Αttaliates,Historia), μετά την ήττα των Βυζαντινών ήταν οι Αρμένιοι που θα βοηθήσουν τους Τουρκομάνους της Δυναστείας των Δανισμέδων (11ος -12ος αιώνας) στην πολιορκία της Βυζαντινής Σεβάστειας και της Μαλάτειας ενώ οι ίδιοι θα δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο βασίλειο που θα περιλαμβάνει την Βυζαντινή Κιλικία. Η μετακίνηση της Αρμενικής στρατιωτικής Αριστοκρατίας από τα Ανατολικά σύνορα της Μ.Ασίας και η αποδυνάμωση του ντόπιου μάχιμου πληθυσμού είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταστροφή της αμυντικής συνοριογραμμής γεγονός μεγάλης σημασίας για τις εξελίξεις των επόμενων αιώνων.
Η κατάληψη της Μ.Ασίας δεν έγινε από ένα συγκροτημένο στρατό ο οποίος ακολουθούσε συγκεκριμένο πλάνο δράσης και ανάπτυξης, απεναντίας η κατάληψη διέρκησε πάνω από τρεις αιώνες αιώνες και στο σύνολο της έγινε ακανόνιστα χωρίς συντονιστική αρχή. Οι εισβολείς ήταν Τουρκομάνοι νομάδες προερχόμενοι από τις στέπες της κεντρικής Ασίας προς αναζήτηση νέων βοσκοτόπων και ευκαιριών λεηλασίας. Η ώθηση γίνονταν χωρίς σχεδιασμό από ανεξάρτητους Τουρκομάνους φυλάρχους οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους προς τα δυτικά. Οι Τουρκομάνοι αυτοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τον αστικό πολιτισμό και με την γεωργία, πυρήνας της ζωής τους ήταν το ζωικό τους κεφάλαιο (κατσίκια, πρόβατα, αγελάδες,άλογα κλπ). Δεν κατοικούσαν σε πόλεις αλλά σε μεταφερόμενες σκηνές που έστηναν σε βοσκότοπους, η δίαιτα τους αποτελούντο από ζωικά παράγωγα κυρίως από κρέας και γάλα. Οι Τουρκομάνοι αυτοί αναφέρονται με διάφορα ονόματα στις πηγές της εποχής π.χ όπως στο έργο του Έλληνα ιστορικού Νικήτα Χανιώτη (1155- 1215) , ως «ποιμνίται», ως νομάδες, ως «πολυθρέμμονες», ως «σκηνίται».Οι Λατίνοι τους αποκαλούσαν βεδουίνους ή silvestres Turci.Η προώθηση τους προσέλαβε την μορφή ενός αδιάκοπου και συνεχούς μεταναστευτικού κύματος προς τα δυτικά. Απουσίας οποιασδήποτε κρατικής αρχής ικανής να διακόψει τις μετακινήσεις τους και απουσίας γηγενούς στρατού οι Τουρκομάνοι για αιώνες λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τις άλλοτε ανθηρές Βυζαντινές επαρχίες της Μ.Ασίας βυθίζοντας την περιοχή για άλλη μία φορά στον Μεσαίωνα.
Τα τυπικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων που ακολουθούσαν την εγκατάσταση Τουρκομάνων σε μία περιοχή ήταν πάνω κάτω κοινότυπα, σφαγές ντόπιου πληθυσμού, αιχμαλώτιση, αρπαγή γυναικών και βρεφών, καταστροφή πόλεων, βιασμοί, καταστροφές Εκκλησιών και δημόσιων κτηρίων, ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κλπ. Οι πόλεις για τους Τουρκομάνους ήταν πηγές λαφύρων στις οποίες μπορούσαν να αρπάξουν αιχμαλώτους και πολύτιμα αντικείμενα, κάθε άνοιξη και καλοκαίρι προέβαιναν σε επιθέσεις εναντίων αστικών κέντρων μέχρι αυτά να εξαντληθούν εντελώς ως πηγές πλούτου ύστερα από μία σειρά αλλεπάλληλων αρπαγών και καταστροφών. Οι πόλεις και τα τριγύρω ακαλλιέργητα χωράφια μεταμορφωνόταν σταδιακά σε λιβάδια για τα κοπάδια τους και στην συνέχεια κατευθύνονταν προς αναζήτηση νέας λείας προς τα δυτικά. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά και το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν παρά η νέκρωση κάθε αστικής δραστηριότητας, η ερημοποίηση των καλλιεργητικών γαιών, η δημογραφική εξασθένηση, η προξένηση μαζικών μετακινήσεων απελπισμένων και φοβισμένων χριστιανών κατοίκων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για ένα πιο ασφαλές μέρος. Όταν κατανοούσαν πως δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την ανέγερση ισχυρών τειχών γύρω από τις Βυζαντινές πόλεις π.χ επισκευή τειχών των πόλεων της Περγάμου, Adramyttium από Μανουήλ Ά τότε αποχωρούσαν καίγοντας τις πρόχειρες εγκαταστάσεις τους.
Έχει παρατηρηθεί πως σε κάθε περίπτωση που οι Βυζαντινοί έστω και παροδικά κατόρθωναν να δημιουργήσουν οχυρές τοποθεσίες εγκαθιστώντας φρουρές πως η ειρήνη αποκαθίσταντο επιτρέποντας μία έστω μικρή ανάκαμψη της αστικής και αγροτικής ζωής. Τον δωδέκατο αιώνα καλά οχυρωμένες Βυζαντινές πόλεις που άντεξαν τα κύματα εισβολών όπως επί παραδείγματι η Λαοδικεία παρέμεναν ως νησίδες πολιτισμού ανάμεσα σε λεηλατημένη γή, μάλιστα πολλές φορές αναπτύσσονταν κάποιου είδους συμβιωτικής σχέσης με τους Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την περιοχή που απλώνονταν έξω από τα τείχη. Από τις καταστροφικές αυτές επιδρομές ένας μεγάλος αριθμός Βυζαντινών μνημείων χάθηκε για πάντα, ακόμα και σήμερα πολλές περιοχές της Τουρκίας παραμένουν αχαρτογράφητες από πλευρά αρχαιολογικών μνημείων της Βυζαντινής περιόδου. Οι προσπάθειες ανακατάληψης Βυζαντινών εδαφών από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό (1118-1143) και τους διαδόχους του γίνονταν με δυσκολία και δεν έφεραν παρά παροδικά αποτελέσματα. Στην εποχή του Μανουήλ Ά Κομνηνού( 1143-80) τα σύνορα αδυνάτισαν και πιθανόν μεγάλος αριθμός Τουρκομάνων να κινήθηκε προς τα δυτικά στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα φθάνοντας στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου.
Οι επαφές της Βενετίας με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξαν διαχρονικά αμφίδρομες αλλά και στενές καθώς έως τον 9ο αιώνα η Βενετία υπήρξε τυπικά τουλάχιστον βυζαντινή επικράτεια, σταδιακά αυτονομήθηκε ισορροπώντας για δύο περίπου αιώνες ανάμεσα στην γερμανική, φραγκική και βυζαντινή επιρροή. Οι Βενετοί αξιοποίησαν την αποστροφή των Βυζαντινών για το εμπόριο αλλά και τις παθογένειες της βυζαντινής γραφειοκρατίας για να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Το χρυσόβουλο του 1082 εγκαινίασε μία πολιτική προνομίων που σε μεγάλο βαθμό αντικατόπτριζε την στρατιωτική και ναυτική αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας και τελικά οδήγησε σε ρήξη τα δύο κράτη μετά από μία μακρά περίοδο στενής συνεργασίας. H πολιτική παραχώρησης προνομίων αποδείχτηκε καταστροφική για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία καθώς το εμπόριο και οικονομία τέθηκαν κάτω από τον έλεγχο των Βενετών και ευρύτερα των Ιταλών ενώ η πλειονότητα των Βυζαντινών αισθανόταν υποβαθμισμένη και πολίτες β κατηγορίας γεγονός που τροφοδότησε τα πρώτα αισθήματα μίσους κατά των δυτικών. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδείχτηκε τελικά αδύναμη μπροστά στην αναδυόμενη ισχύ των Ιταλών εκμεταλλευτών της. Η σύλληψη όλων των Βενετών κατοίκων της Αυτοκρατορίας και η δήμευση της περιουσίας το 1171 και η σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη κυρίων Πισατών και Γενοβέζων το 1182, απλώς επιτάχυναν την επιθετικότητα της δύσης που κατάληξη είχε την καταστροφική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών. Η τελευταία καταστροφή ήταν από οικονομικής πλευράς θανάσιμο πλήγμα για την αυτοκρατορία. Κατά τη δυναστεία των Αγγέλων η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πλήρη πολιτική και στρατιωτική παρακμή. Ο πλούτος της όμως δεν είχε περιοριστεί πολύ, όπως φανερώνουν οι μαρτυρίες των περιηγητών εκείνης της εποχής. Όσο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε άθικτη, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ανανεώσεως, ανάλογης με την ανανέωση που παρατηρήθηκε μετά τις μεγάλες αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώτη περίοδο των Μέσων Χρόνων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της οικονομικής ζωής του κράτους. Εδώ ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του κινητού πλούτου και των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενου λαού ζούσαν εντός των τειχών της. Απ’ όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες λεηλασίας, σφαγής και πυρπολήσεως, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Η συνοριογραμμή στην Μικρά Ασία μεταξύ Σαγγάριου ποταμού και Αττάλειας έμεινε σταθερή μέχρι τα μέσα του τρίτου αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από την Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη το 1261 από τον ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Ή Παλαιολόγου (1259-1282) μετά την ανάκτηση της πόλης από τους σταυροφόρους σφετεριστές. Όσο καιρό η Νίκαια αποτελούσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας οι μετακινήσεις των Τουρκομάνων προς τα δυτικά είχαν ανακοπεί από την διοικητική και στρατιωτική κινητοποίηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού. Η ανάσχεση όμως αυτή έλαβε τέλος αμέσως μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης διότι η αριστοκρατία και ο στρατός της Νίκαιας μετακινήθηκαν από την Ασία στην Ευρώπη αφήνοντας τις τελευταίες Ασιατικές Βυζαντινές κτήσεις ανυπεράσπιστες στις ληστρικές ορέξεις των εισβολέων.
Συνοψίζοντας, και χωρίς να παραβλέπουμε τις εσωτερικές αιτίες που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν έργο κυρίως των εξωτερικών εχθρών, οι οποίοι διά πυρός και σιδήρου ερήμωσαν τις πόλεις και τη γη της, κατέστρεψαν τις βιομηχανίες της και νέκρωσαν το εμπόριό της, το οποίο από την αρχή των σταυροφοριών μερικώς είχε πλέον περιέλθει στις ίδιες τις χώρες που την κατέστρεψαν. Όταν οι Παλαιολόγοι πέτυχαν να επανενώσουν υπό το σκήπτρο τους ένα μέρος της παλαιάς αυτοκρατορίας, βρήκαν το καθετί κατεστραμμένο. Οι συνδυασμένες προσπάθειες του εχθρού στο Βορρά, στη Δύση και στην Ανατολή (οι Τούρκοι) δεν έδωσαν περιθώριο στην οικονομική ζωή του κράτους να ανακτήσει μόνιμα ένα μέρος του παλαιού της μεγαλείου (η οικονομική ανάρρωση ήταν τοπική και εφήμερη, π.χ. στη Θεσσαλονίκη). Ο βυζαντινός λαός κατέβαλε φοβερό τίμημα για την απώλεια της στρατιωτικής του αρετής και για το πάθος του για εμφύλιο πόλεμο. Ήταν αυτοί οι πόλεμοι που ετοίμασαν το δρόμο για τις ξένες εισβολές, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ του Ισαάκιου Β’ Αγγέλου και του αδελφού του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου.
Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν' αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους. Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β' (1282 - 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ' αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.
Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των. Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει: Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος...Και αλλού: Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής...
Links / Reblog
https://www.hellenicarmors.gr/h-ptosi-kai-h-islamopoiisi-tis-vyzantinis-mikras-asias/
https://kelliteacher.weebly.com/eta-kapparhoiotasigmaeta-tauomicronupsilon-11omicronupsilon-alphaiota.html#
https://www.in.gr/2018/03/28/plus/features/byzantini-aytokratoria-pws-kai-giati-ilthe-i-parakmi/
https://www.kaliterilamia.gr/2019/09/blog-post_5033.html
Tags:
Ιστορία