Alexander the Great - ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

 

Μέγας Αλέξανδρος: ο άντρας πέρα από τον θρύλο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ένας από τους πιο λαμπρούς, αλλά και από τους πιο αινιγματικούς στρατηλάτες όλων των εποχών. Σε ηλικία 30 ετών, κυβερνούσε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του κόσμου. Από τους ελαιώνες της Ελλάδας μέχρι τα παλάτια της Ινδίας, ο Αλέξανδρος ένωσε την Ανατολή με τη Δύση και άλλαξε για πάντα τον αρχαίο κόσμο. Είναι σοφός και δολοφόνος, τρελός και μεγαλοφυής. Ο Αλέξανδρος είναι τα πάντα. Είναι όλα αυτά μαζί και ίσως τίποτε από αυτά. Ας αναζητήσουμε λοιπόν μαζί τους λόγους που ώθησαν τον Αλέξανδρο στην κατάκτηση μακρινών τόπων. Ήταν στρατιωτική ιδιοφυία ή αιμοδιψής τύραννος; Οι πράξεις του έγιναν μύθος. Όμως, μήπως η μανία του για εξουσία έγινε τελικά ο πιο επικίνδυνος εχθρός του; Για να πάρουμε κάποιες απαντήσεις θα πρέπει να ανατρέξουμε στη συγκλονιστική ιστορία του.

Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β'
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα, στη Βόρεια Ελλάδα, το 356 π.Χ. Ο χρυσός αιώνας της Ελλάδας είχε τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Η Ελλάδα δεν ήταν παρά μια σειρά από ανίσχυρες και διαιρεμένες πόλεις-κράτη σε παρακμή. Εύκολη λεία για τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Φίλιππο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ένας σκληροτράχηλος στρατιώτης, που είχε αδυναμία στις γυναίκες. Ήταν γερό ποτήρι, σκληρός πολεμιστής και το ίνδαλμα των βετεράνων στρατιωτών του. Ο στρατός του ήταν ένας από τους καλύτερους του αρχαίου κόσμου. Ο ίδιος όμως ήταν και ένας αδίστακτος πολιτικός. Δημιούργησε το κράτος της Μακεδονίας, υποτάσσοντας τις ανυπότακτες φυλές της περιοχής. Το κατόρθωμά του ήταν σίγουρα εκπληκτικό. Ο πιο υποτιμημένος άνθρωπος της αρχαιότητας, είναι αυτός που οργάνωσε τον πιο ισχυρό στρατό. Με διπλωματία και απροκάλυπτη βία, ο Φίλιππος κατέκτησε σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα. Από τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος πήρε τις στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες.


Η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Αλλά και η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, άσκησε εξίσου ισχυρή επίδραση πάνω του. Από εκείνη κληρονόμησε τη συναισθηματική και παθιασμένη του φύση. Η επιρροή της πάνω στον Αλέξανδρο ήταν τεράστια. Η Ολυμπιάδα υπήρξε δυναμική γυναίκα και ιδιαίτερα μυστηριώδης. Συμμετείχε σε θρησκευτικές λατρείες, ιδιαίτερα αυτή του Διονύσου, του θεού του κρασιού και του πάθους. Πίστευε ότι έπαιρνε μέρος στις οργιαστικές τελετές προς τιμή του θεού, χορεύοντας και πέφτοντας σε έκσταση. Με τον τρόπο της, ήταν τόσο εντυπωσιακή κι επιβλητική, όσο κι ο άντρας της. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής, διέθετε οξεία πολιτική κρίση και ήταν σκληρή σαν ατσάλι. Ήταν ιδιαίτερα κτητική με το γιο της. Αναμφισβήτητα τον αγαπούσε βαθιά και περιφρουρούσε άγρυπνα τα συμφέροντά του. Η Ολυμπιάδα διέδωσε τη φήμη ότι την είχε αφήσει έγκυο ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, μεταμορφωμένος σε φίδι. Σε όλη του τη ζωή, ο Αλέξανδρος γοητευόταν από τη σκέψη ότι ίσως ήταν κάτι παραπάνω από κοινός θνητός.

Γέννηση
Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ., πιθανώς την 20η ή 26η Ιουλίου, στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.
  Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα.Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση    του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.  

Όψη και εμφάνιση

Ο Αλέξανδρος αναφέρεται πως είχε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι, εμφανίζοντας το γενικά σπάνιο στους ανθρώπους φαινόμενο της ετεροχρωμίας όπου οι ίριδες των ματιών διαφέρουν σε χρώμα μεταξύ τους.

Επίσης περιγράφεται πως είχε μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού του προς τα πάνω με αριστερή κατεύθυνση, πιθανώς λόγω του τραυματισμού του από χτύπημα ροπάλου στον λαιμό κατά την πολιορκία του κάστρου των Ιλλυριών το 335 π.Χ., ή ως φυσικό σύμπτωμα σκολίωσης. Ως προς το ύψος του, περιγράφεται γενικά ως κάτω του μέσου όρου για το περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα ήταν ογκώδης με πολύ μυώδη διάπλαση και βαριά φωνή.

  Οι αρχαίες πηγές γενικά συμφωνούν πως τα μαλλιά του ήταν ανοιχτοχρώμα.Το δέρμα του επίσης ήταν ανοιχτόχρωμο με κάποια φυσική ερυθρότητα, ιδίως στο πρόσωπο και το στήθος. Τα γένια του ήταν αραιά οπότε τα ξύριζε, κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει στο άμεσο περιβάλλον του όπου οι περισσότεροι τα άφηναν να μακρύνουν.  Επίσης αναφέρεται πως η φυσική του οσμή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και έμενε στα ενδύματά του.               
 

Παιδική και εφηβική ηλικία
Το 349 π.Χ. ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του πρίγκιπα. Υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, μαζί με τα υπόλοιπα νεαρά μέλη της μακεδονικής αριστοκρατίας. Η μαθητεία κοντά στον μεγάλο φιλόσοφο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.

 Βουκεφάλας
Αυτήν την περίοδο, όπως παραδίδεται, ο Αλέξανδρος απέκτησε από έναν φίλο του Φιλίππου, τον Δημάρατο, τον Βουκεφάλα. Οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι του Φίλιππου, θαύμασαν και προσπάθησαν να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, όμως ο ένας μετά τον άλλον αποτύγχανε να δαμάσει το άλογο. Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάλαβε ότι το άλογο τρόμαζε όταν έβλεπε τον ίσκιο του, έτσι με τη χρήση των χαλιναριών γύρισε το κεφάλι του Βουκεφάλα προς τον ήλιο, ώστε να μην βλέπει τον ίσκιο του και τελικά τον ηρέμησε.


Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Το νεαρό αγόρι δεν επηρεάστηκε μόνον από τους γονείς του. Μεγάλη ήταν και η επίδραση του δασκάλου του, του περίφημου Έλληνα φιλοσόφου, του Αριστοτέλη. Μέσα από αυτόν ο Αλέξανδρος μυήθηκε στα θαύματα του ελληνικού πολιτισμού, ιδιαίτερα στην ελληνική μυθολογία. Ο Αριστοτέλης του εμφύσησε την αγάπη για την Ιλιάδα, την ιστορία του Τρωικού πολέμου. Στην Ιλιάδα, οι ήρωες με την επική τους δύναμη και τις πράξεις τους κερδίζουν δύναμη και δόξα. Ένας από αυτούς τους ήρωες είναι ο Αχιλλέας, το αρχέτυπο του Έλληνα πολεμιστή. Όταν του προσφέρθηκε η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε μια μακρόχρονη άδοξη ζωή και σε μια σύντομη, αλλά δοξασμένη ζωή στο πεδίο της μάχης, ο Αχιλλέας προτίμησε τον πρόωρο θάνατο και την αιώνια φήμη. Δύσκολο να υποτιμηθεί το μέγεθος της επίδρασης του Αχιλλέα στον Αλέξανδρο. Πίστευε ότι ο Αχιλλέας, σύμφωνα με το μύθο, ήταν πρόγονός του από την πλευρά της μητέρας του. Από πολύ μικρή ηλικία, ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε ότι ο Αχιλλέας αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο για κάποιον που στοχεύει να είναι πάντα ο πρώτος ανάμεσα στους καλύτερους. Ένα πρότυπο που έπρεπε όχι μόνο να μιμηθεί, αλλά και να ξεπεράσει. Έτσι, ό,τι έκανε ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος έπρεπε να το κάνει καλύτερα. Ο Αλέξανδρος έφυγε για να μαθητεύσει κοντά στον Αριστοτέλη τρία χρόνια.


Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
Όταν επέστρεψε, σε ηλικία 16 ετών, το άλλο του πρότυπο, ο πατέρας του ο Φίλιππος, είχε ξαναπαντρευτεί. Και το χειρότερο ήταν ότι γεννήθηκε ακόμα ένας γιος, που απειλούσε τη θέση του ως διαδόχου του θρόνου, κάτι που εξαγρίωσε τον Αλέξανδρο. Πατέρας και γιος συγκρούστηκαν με σφοδρότητα. Αυτό μπορεί να πίκρανε τον Αλέξανδρο και να αποτέλεσε το έναυσμα για το δυσάρεστο κλίμα του έντονου ανταγωνισμού του γιου, που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει τον πατέρα, κάτι που είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση. Η αντιπαλότητα πατέρα και γιου έγινε τόσο έντονη, που ο Αλέξανδρος προτίμησε να αυτοεξοριστεί. Τελικά συμφιλιώθηκαν, αλλά η ανακωχή δεν κράτησε πολύ.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Μια καλοκαιριάτικη νύχτα του 336 π.Χ., ο Φίλιππος και η βασιλική οικογένεια συγκεντρώνονται για να γιορτάζουν τον γάμο της κόρης του. Ο βασιλιάς σταματά στην είσοδο για να χαιρετήσει το πλήθος. Κάποιος ορμάει και τον τραυματίζει θανάσιμα. Ο Φίλιππος πέθανε ακαριαία. Ο δολοφόνος σκοτώθηκε επί τόπου, πριν τον βασανίσουν και του αποσπάσουν τα ονόματα των υψηλά ισταμένων συνεργών του. Ενήργησε μόνος του, ή επρόκειτο για συνωμοσία; Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι το φόνο θα μπορούσε να είχε οργανώσει η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος άλλωστε την είχε εγκαταλείψει για μια νεότερη γυναίκα. Θεωρώ πιθανό το να ήταν αναμειγμένη. Στο κάτω-κάτω είχε εκτοπιστεί από μια τιμητική θέση, δε θα καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την οργή μιας γυναίκας περιφρονημένης. Όσο για τον Αλέξανδρο, έπαιξε άραγε κάποιο ρόλο στο θάνατο του πατέρα του; Όσο για το ποιον ωφελούσε περισσότερο η δολοφονία του Φίλιππου, η απάντηση είναι ότι ευνοούσε κυρίως τον Αλέξανδρο. Επειδή, ο Φίλιππος, την εποχή της δολοφονίας του, σχεδίαζε μεγάλη εκστρατεία για να κατακτήσει την Ασία. Ο Αλέξανδρος δεν συμμετείχε σ’ αυτήν την ιστορία. Θα έμενε πίσω, πιθανόν ως αντιβασιλέας, αλλά δεν θα αποκτούσε τη δόξα της συμμετοχής σε μια τέτοια εκστρατεία. Και η δόξα ήταν αυτό που ο Αλέξανδρος ήθελε πάνω από όλα. Κάθε υποψία θα εξαγρίωνε τους Μακεδόνες ευγενείς, την υποστήριξη των οποίων χρειαζόταν, και τελικά κέρδισε.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σε ηλικία 20 ετών, ο Αλέξανδρος στέφεται βασιλιάς. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, η κληρονομιά του Αλέξανδρου ήταν ένας μεγάλος στρατός αλλά και μια εξίσου μεγάλη πολιτική αστάθεια. Του πήρε ένα χρόνο για να καταπνίξει μια επανάσταση στην Ελλάδα και να εδραιώσει την εξουσία του. Για τον Αλέξανδρο, όμως, η Μακεδονία δεν ήταν αρκετή. Η ανυπομονησία και η φιλοδοξία του τον έκαναν να διψά για περισσότερα. Ο στόχος του ήταν ο παλιός εχθρός των Ελλήνων, οι Πέρσες. Η Περσική αυτοκρατορία απλωνόταν από τη Μικρά Ασία μέχρι το Πακιστάν. Πριν από 150 χρόνια, οι Πέρσες είχαν πυρπολήσει την Αθήνα και είχαν καταστρέψει τους ναούς της. Αυτό το έγκλημα πολέμου δεν είχε ποτέ ξεχαστεί. Πριν δολοφονηθεί ο πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος, σκόπευε να εισβάλει στην Περσία. Τώρα ήταν η σειρά του Αλέξανδρου να πάρει εκδίκηση. Θα έλεγα ότι η μανιώδης φιλοδοξία του Αλέξανδρου πυροδοτείται από την τεράστια επιτυχία του πατέρα του. Ο Αλέξανδρος είναι ο σπινθήρας που άναψε ο Φίλιππος. Και κάτι περισσότερο: μια φλόγα που καταβροχθίζει τα πάντα. Αυτή η φλόγα λίγο έλειψε να καταβροχθίσει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Το φάντασμα του Φίλιππου τον στοίχειωνε σε όλη τη σύντομη ζωή του, εξωθώντας τον σε όλο και μεγαλύτερα κατορθώματα, για να αποδείξει ότι ήταν εξίσου καλός, ή μάλλον καλύτερος από τον πατέρα του. Με το φάντασμα του Φίλιππου να τον στοιχειώνει, ο Αλέξανδρος ξεκινά το δρόμο για τη δόξα.
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν μονάχα 20 ετών και φαινόταν τρωτός. Μολαταύτα, συγκρότησε τη δική του σωματοφυλακή, και κινήθηκε γρήγορα εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, τον οποίο και κατέλαβε. Εισέβαλε μετά στη Θεσσαλία και προχώρησε προς νότο αναγνωριζόμενος από όλους. Δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 π. Χ το συνέδριο της Κορίνθου τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία.Κατά τον Πλούταρχο, στην Κόρινθο ο Αλέξανδρος συνάντησε και τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη ωστόσο πολλοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, κατατάσσοντάς το στη μεταγενέστερη ανεκδοτολογία που πλάστηκε για τον μακεδόνα βασιλιά.
Πριν αρχίσει την εκστρατεία, πήγε να πάρει χρησμό από τους Δελφούς, που όμως εκείνη τη μέρα η Πυθία δεν χρησμοδοτούσε. Ο Αλέξανδρος μη θέλοντας να φύγει χωρίς χρησμό τράβηξε την ιέρεια προς το μαντείο, προσπαθώντας να την πείσει. Αυτή μη μπορώντας να του αντισταθεί φέρεται να του είπε, «Παιδί μου, είσαι ακαταμάχητος!» και ο έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τον χρησμό που ήθελε. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι ξεκίνησαν πόλεμο και πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός.Ο Αλέξανδρος, δρώντας αστραπιαία, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε δώδεκα μέρες. Εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων, κατόρθωσε να επικρατήσει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας, την οποία εφάρμοσε διατάζοντας τον θάνατο έξι χιλιάδων Θηβαίων, με τους υπόλοιπους τριάντα χιλιάδες κατοίκους να πωλούνται ως δούλοι. Επίσης, ισοπέδωσε την πόλη, με εξαίρεση το σπίτι του ποιητή Πινδάρου. Τόσο τρομερή ήταν η καταστροφή, ώστε ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς για να εξιλεωθεί.Μετά από αυτό, καμία πόλη δεν αψήφησε ανοιχτά τον νεαρό βασιλιά της Μακεδονίας.
Διασώζεται επίσης και η εξής ιστορία: Όσο βρισκόταν στη Θήβα ο Αλέξανδρος, μερικοί στρατιώτες του έφεραν μπροστά του μια γυναίκα με το όνομα Τιμόκλεια, η οποία είχε ρίξει έναν Θράκα διοικητή στο πηγάδι, όταν αυτός της ζήτησε να πλαγιάσει μαζί της καθώς και την περιουσία της. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, θαύμασε το θάρρος της και διέταξε να αφήσουν αυτήν και την οικογένειά της ελεύθερη.


Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
Το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος διαπλέει τον Ελλήσποντο με το στρατό του. Ξεκινάει ένα απαράμιλλο εντεκάχρονο ταξίδι κατακτήσεων και φιλοδοξίας, που επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τη μορφή του αρχαίου κόσμου. Πρώτη στάση τα ερειπωμένα τείχη της Τροίας, ένα προσκύνημα στον Αχιλλέα, τον παιδικό του ήρωα. Σαν τον μεγάλο μυθικό ήρωα του Τρωικού πολέμου, έτσι και ο Αλέξανδρος ετοιμάζεται για τη δική του επική μάχη. Αντίπαλός του, ένας από τους πιο πλούσιους και πιο ισχυρούς ανθρώπους στη Γη, ο βασιλιάς Δαρείος Γ'. Ο Πέρσης μονάρχης δεν είχε ιδέα για τη δύναμη που θα αντιμετωπίσει. Ο Αλέξανδρος διαθέτει μια μοναδική κληρονομιά από τον πατέρα του: έναν από τους καλύτερα εκπαιδευμένους και πιο πειθαρχημένους στρατούς του αρχαίου κόσμου. Ο νεαρός βασιλιάς ξεπερνά τον Φίλιππο και αποδεικνύεται ένας χαρισματικός και εμπνευσμένος ηγέτης. Το μυστικό της στρατιωτικής ιδιοφυίας του Αλέξανδρου είναι ότι είναι εξαιρετικά αποφασιστικός, τολμηρός και φαίνεται να είναι ατρόμητος, σχεδόν παράτολμος μερικές φορές, ότι ποτέ, μα ποτέ, δε διστάζει να ορμήσει στη δράση.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΙΣΣΟ
Οι εισβολείς προελαύνουν νότια προς την Ισσό, στη σημερινή Τουρκία. Ο στρατός του Δαρείου υπερέχει αριθμητικά, σε σχέση με τον στρατό του Αλέξανδρου. Αλλά αυτές είναι ακριβώς οι προκλήσεις που λατρεύει ο Αλέξανδρος. Η προσαρμοστικότητά του είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο στρατηγό. Αυτήν την ικανότητα διαθέτουν οι μεγαλύτεροι στρατηλάτες στην ιστορία. Μπορούσε με μια ματιά να αντιληφθεί την κατάσταση και έβρισκε ένα σχέδιο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια, που άλλοι διοικητές θα θεωρούσαν ανυπέρβλητα. Ο Αλέξανδρος υπολογίζει γρήγορα το μέγεθος του εχθρού. Το πεζικό υποστηρίζεται από τοξότες, σίγουρο σημάδι ότι ο Δαρείος δεν εμπιστεύεται τους πεζικάριούς του. Ο Αλέξανδρος κάνει την πρώτη του κίνηση, χρησιμοποιώντας ένα από τα πιο ισχυρά όπλα του οπλοστασίου του, τον φόβο. Ο απόλυτος τρόμος: κτυπούν τις ασπίδες τους, κραδαίνουν τα κοντάρια τους και προελαύνουν με πολεμικές ιαχές, που παγώνουν το αίμα των εχθρών. Ο Αλέξανδρος επιτίθεται διασχίζοντας το ποτάμι και βγαίνει στην απέναντι όχθη. Στο χάος που ακολουθεί, η αριστερή πτέρυγα των Περσών καταρρέει. Αυτή η μνημειώδης μάχη απεικονίζεται, με φωτογραφικό σχεδόν τρόπο, σ’ ένα μωσαϊκό της Πομπηίας. Θεωρείται πιστό αντίγραφο ζωγραφικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ. Όταν ο Αλέξανδρος έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τον Δαρείο, λογχίζει πρώτα τον σωματοφύλακά του. Γύρω από τον Αλέξανδρο βρίσκονται Πέρσες στρατιώτες πανικόβλητοι και φοβισμένοι. Αντιμέτωπος μ’ έναν ακατάβλητο μαχητή, ο Δαρείος επιλέγει τη φυγή. Όταν ο περσικός στρατός βλέπει τον βασιλιά του να φεύγει, πώς μπορεί να αντιδράσει; Οι ψυχολογικές συνέπειες μιας τέτοιας στιγμής πάνω στους Πέρσες είναι απίστευτες. Εκείνη τη στιγμή κρίθηκε η έκβαση της μάχης. Ο Αλέξανδρος συνεχίζει αμείλικτος. Μέχρι το τέλος της ημέρας, πάνω από 50.000 Πέρσες πέφτουν νεκροί.




Ο ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αλέξανδρος δεν δίσταζε να σκοτώσει. Η αγαπημένη του καθημερινή ασχολία ήταν το κυνήγι, το πραγματικό κυνήγι. Χωρίς συνοδεία, χωρίς πανοπλία, τα βάζει με λιοντάρια. Έτσι διατηρείται σε φόρμα για τις ημέρες που αντιμετωπίζει ανθρώπους. Αλλά πίσω από αυτόν τον αιμοδιψή δολοφόνο, κρύβεται ένα κοφτερό μυαλό. Ο Αλέξανδρος, όπως οι σύγχρονοι πολιτικοί, αντιλαμβάνεται τη σημασία της δημόσιας εικόνας και της δημοσιότητας. Είναι αποφασισμένος να γίνει ένας μύθος της εποχής του. Στην εκστρατεία τον συνοδεύει ο προσωπικός του ιστορικός, ο Καλλισθένης. Ο ρόλος του Καλλισθένη στην εκστρατεία του Αλέξανδρου ήταν εκείνος, όπως θα λέγαμε σήμερα, του υπεύθυνου Τύπου και Δημοσίων σχέσεων. Προφανώς, κατά την προέλαση του Αλέξανδρου, ο Καλλισθένης, κατά έναν τρόπο, διαμόρφωνε αυτές τις αναφορές που έρχονταν από το μέτωπο. Ήταν κάτι σαν πολεμικός ανταποκριτής της εκστρατείας του Αλέξανδρου.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΥΡΟΥ
Μετά τη μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος και ο στρατός του κατεβαίνουν στα παράλια του σημερινού Λιβάνου. Οι περισσότερες πόλεις παραδίδονται, αλλά η Τύρος αντιστέκεται. Σε εκείνους που τον αψηφούσαν, ο Αλέξανδρος άφηνε την επιλογή: υποταγή ή θάνατος. Ο Αλέξανδρος αρχίζει την πιο μακροχρόνια και πιο σκληρή πολιορκία της εκστρατείας του. Μετά από 7 βασανιστικούς μήνες, όταν τελικά πέφτουν τα τείχη, 7.000 κάτοικοι της Τύρου θα σκοτωθούν και άλλοι 30.000 θα γίνουν δούλοι. Για τον παραδειγματισμό των άλλων πόλεων, διατάζει να σταυρωθούν 2.000 πολεμιστές της Τύρου. Στη συνέχεια, αφήνει τους στρατιώτες του να εκφράσουν τα αιμοδιψή ένστικτά τους, σκοτώνοντας όλους σχεδόν τους άντρες που κατοικούσαν στο φρούριο. Ήταν μια φρικτή επίδειξη ωμότητας, που έδειξε όμως ξεκάθαρα σε άλλους τυχόν επίδοξους εχθρούς τι θα πάθαιναν στην περίπτωση που αντιστέκονταν.

Λίβανος και Συρία
 Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε την Καππαδοκία και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια.[57] Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στη θάλασσα, ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο Γ΄, ο οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλεξάνδρου
Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο, πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου Γ΄. Ο Δαρείος Γ΄ τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα.Μετά τη νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με την υποταγή των φοινικικών πόλεων Αράδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Τον Ιούλιο του 332 π.Χ. κατάφερε, με πολλή δυσκολία και μετά από επτά μήνες πολιορκίας, την κατάληψη της Τύρου, όπου φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα προς τους κατοίκους της πόλης. Όσοι κάτοικοι επέζησαν (περίπου 30.000) πουλήθηκαν ως δούλοι. Κατά τον Αρριανό, σημαντικός λόγος για τη συμπεριφορά αυτή ήταν η ανίερη πράξη των Τυρίων να ανεβάσουν αιχμαλώτους στα τείχη τους και αφού τους σκοτώσουν να τους πετάξουν στη θάλασσα. Ωστόσο ο Αλέξανδρος άφησε ελεύθερο τον βασιλιά Αζέμιλκο, πολλούς άρχοντες και τους Καρχηδονίους πρέσβεις. Επίσης σεβάστηκε το ιερό του θεού Μελκάρτ, τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ηρακλή.

ΣΤΗ ΓΑΖΑ
Σε μια άλλη άγρια πολιορκία, αυτή τη φορά στη Γάζα, ο στρατός του Αλέξανδρου σκοτώνει όλους τους άρρενες κατοίκους. Από στρατιωτική άποψη τα κάνει όλα σωστά ή σχεδόν όλα. Μπορεί να μάθει κανείς πολλά από τη στρατηγική του. Ο Αλέξανδρος όμως έχει και μια σκοτεινή πλευρά: Ήταν βάναυσος και πολεμούσε για τη δόξα. Πολλά από αυτά που πιστεύουμε ότι αποτελούν τα χειρότερα χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, ήταν στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ο Αλέξανδρος ήταν μεγαλόψυχος προς τους εχθρούς του που παραδίνονταν, αλλά σκληρός σ’ αυτούς που του αντιστέκονταν. Ο κυβερνήτης της Γάζας, ο Βάτης, αντιστέκεται μέχρι το τέλος. Ο Αλέξανδρος αποκαλύπτει τη σκληρή του πλευρά όταν τον τιμωρεί. Διατάζει να τον δέσουν με ένα σχοινί και να τον σύρουν γύρω από την πόλη μέχρι να πεθάνει. Το επεισόδιο θυμίζει σκηνή από την Ιλιάδα του Ομήρου: Ο Αχιλλέας σέρνει τον μεγάλο του εχθρό, τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Αλλά σ’ εκείνη την εκδοχή, ο Έκτορας ήταν ήδη νεκρός. Ο Αλέξανδρος ήταν βάναυσος. Ανήγαγε τη σκληρότητα σε τέχνη. Και σε πολλές περιπτώσεις σ’ αυτό οφείλεται η επιτυχία του. Η κυριαρχία του δεν θα είχε επεκταθεί σ’ αυτόν το βαθμό, αν δεν είχε καταφύγει σε βάναυσες τακτικές.


Παλαιστίνη και Αίγυπτος
(332-331 π.Χ. Λίβανος, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Ανατολικές σατραπείες)
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα εκτός από την άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας η οποία δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κατασκευάζει αναχώματα, μέχρι να φτάσει το ύψος των τειχών. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε, ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Γάζα. Κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο, από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του. Τους κατοίκους της Γάζας που επέζησαν τους πούλησε όλους ως δούλους.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την εκστρατεία του προς την Αίγυπτο, η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το Μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή. Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια. Η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Μετά από μια σειρά από άγριες νίκες, ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να κατακτήσει την Αίγυπτο, μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Οι Αιγύπτιοι Φαραώ θεωρούνταν ζωντανοί θεοί κι έχτιζαν τεράστιες πυραμίδες, ναούς και μνημεία που μαρτυρούσαν τη δόξα τους. Αν οι Έλληνες είχαν εντυπωσιαστεί από τον αιγυπτιακό πολιτισμό, ο Αλέξανδρος καταγοητεύθηκε και τον στοίχειωνε η ιδέα ότι ένας μεγάλος ηγέτης μπορούσε να είναι και θεός. Ύστερα από πολέμους δύο ετών, ο Αλέξανδρος προελαύνει στο εσωτερικό της χώρας, στη Μέμφιδα. Οι Αιγύπτιοι ανυπομονούν να δουν τη συντριβή των Περσών κατακτητών τους. Παραδίνονται αμαχητί και υποδέχονται τον Αλέξανδρο με ανοιχτές αγκάλες. Υπό την ηγεμονία του, επιτρέπονται οι θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές των Αιγυπτίων. Σε ανταπόδοση, οι Αιγύπτιοι ιερείς δίνουν στον Αλέξανδρο τον τίτλο του Φαραώ. Αυτό σηματοδοτεί μια αποφασιστική καμπή: Τώρα ο Αλέξανδρος αρχίζει πραγματικά να πιστεύει ότι ήταν ένας ζωντανός θεός.


ΣΤΗΝ ΟΑΣΗ ΤΗΣ ΣΙΒΑ
Το 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκινάει ένα επικό ταξίδι, σε μια απόσταση 500 περίπου χιλιομέτρων, για να επισκεφτεί το μαντείο στη Σίβα. Αναζητά αποδείξεις για τη θεϊκή του υπόσταση. Στη Σίβα έφτανε κανείς διασχίζοντας σχετικά πεδινό έδαφος, που περιβαλλόταν όμως παντού από αμμόλοφους. Πολλοί επισκέπτονταν το μαντείο και πρέπει να υπήρχε μονοπάτι, που όμως ήταν εύκολο να χαθεί. Στη διάρκεια της ημέρας η ζέστη ήταν αβάσταχτη και το βράδυ έκανε απίστευτο κρύο. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει αμμοθύελλα και τότε, δεν έβλεπε κανείς ούτε το χέρι του. Ο Αλέξανδρος και οι άντρες του πράγματι χάθηκαν μέσα σε μια αμμοθύελλα. Σύμφωνα όμως με τον μύθο, δύο πουλιά τους σώζουν και οδηγούν την ομάδα στον προορισμό της, την πανέμορφη όαση της Σίβα και το ναό του Άμμωνα Δία. Η επίσκεψη στο μαντείο είναι ένα από τα πιο γοητευτικά στιγμιότυπα στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Το ερώτημα είναι αν ο Αλέξανδρος σχεδίαζε εκ των προτέρων ένα είδος διαφημιστικής εκστρατείας για το ότι είναι γιος του Δία. Ο Αλέξανδρος μπαίνει μόνος στο ναό, ενώ οι άντρες του περιμένουν έξω. Να, λοιπόν, ένας νεαρός άντρας 20 ετών, που έχει ήδη καταφέρει απίστευτα πράγματα και βρίσκεται σ’ ένα μέρος, όπου τουλάχιστον οι ντόπιοι Αιγύπτιοι του φέρονται λες και είναι επίγειος θεός. Είναι λογικό λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: «τι σκέφτεται;». Ο Αλέξανδρος βγαίνει από το ναό. Όλοι τρέχουν κοντά του και τον ρωτούν: «Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, τι ρώτησες;». Κι εκείνος απαντά: «Δεν πρόκειται να σας πω». «Ακούσαμε, όμως, να σε αποκαλούν γιο του Δία», του λένε. Κι αυτός απαντά: «Αυτό, αν θέλετε, μπορείτε να το πιστέψετε». Αυτό διαδόθηκε από τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος άφησε αυτή την εκδοχή για την ταυτότητά του να διαδοθεί, γιατί ταίριαζε, νομίζω, με παλαιότερους προβληματισμούς του, με αφορμή τις ιστορίες της μητέρας του, ότι ήταν κάτι παραπάνω από κοινός θνητός. Από εδώ και πέρα, ο Καλλισθένης, πιστός βιογράφος του Αλέξανδρου, τον αποκαλεί «επίγειο θεό». Και οι Αιγύπτιοι επιβεβαιώνουν αυτήν την αντίληψη με το να τον απεικονίσουν στους τοίχους μερικών από τους πιο ιερούς ναούς τους. Στο Λούξορ, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με τα χέρια υψωμένα να λατρεύει τον θεϊκό του πατέρα, τον Άμμωνα. Ως θεός, δεν βρισκόταν κάτω από κριτική, αλλά σ’ ένα τελείως διαφορετικό και πολύ ανώτερο επίπεδο. Το να είναι όμως Φαραώ, ένας ζωντανός θεός, δεν αρκεί στον Αλέξανδρο. Είναι αποφασισμένος να συντρίψει τον μεγάλο του εχθρό, τον Δαρείο, μια για πάντα. Όσο, όμως, ο Αλέξανδρος βρίσκεται στην Αίγυπτο, ο Δαρείος συγκεντρώνει στρατό για να του επιτεθεί.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ
Τον Οκτώβριο του 331 π.Χ., στα Γαυγάμηλα της Περσίας, βόρεια από τη σημερινή Βαγδάτη, μέσα στη ζέστη και την άμμο, δόθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην ιστορία. Αυτή τη φορά, ο Αλέξανδρος μειονεκτεί αριθμητικά, ένα προς τρία. Όμως ο κίνδυνος είναι το στοιχείο του και η πρόκληση αυτή τον κάνει ακόμα πιο τολμηρό. Οι άντρες του είναι τελείως περικυκλωμένοι από τον περσικό στρατό. Αλλά, οι πτέρυγές του στα πλάγια συγκρατούν τον εχθρό αρκετά, ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό στις περσικές γραμμές. Ο Αλέξανδρος διασπά τις εχθρικές γραμμές για να επιτεθεί στον Δαρείο. Ο Πέρσης βασιλιάς τρέπεται σε φυγή για μια ακόμα φορά. Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του Αλέξανδρου στο πεδίο της μάχης είναι η χρήση της φάλαγγας: ένας σχηματισμός βάθους 16 αντρών οπλισμένων με μακριά δόρατα. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιεί την τεχνική της σφύρας και του άκμονα. Η δική του φάλαγγα, οι Μακεδόνες πεζικάριοι, σχημάτιζαν τον άκμονα, όπου θα συντρίβονταν οι εχθρικές φάλαγγες, χρησιμοποιώντας ως σφύρα το ιππικό που τον συνόδευε. Έτσι, θα χρησιμοποιούσε ξανά και ξανά την τεχνική της σφύρας και του άκμονα για να νικήσει στη μάχη. Ο Δαρείος, που είχε ξεφύγει ανατολικά, στα βουνά, τελικά δολοφονείται από έναν από τους αξιωματικούς του. Τρία χρόνια μετά το προσκύνημα στην Τροία, ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται κύριος της Ασίας. Πέτυχε αυτό που σχεδίαζε ο πατέρας του, αλλά δεν κατάφερε να το κάνει. Άλλοι μεγάλοι ηγέτες θα έμεναν ικανοποιημένοι με αυτόν τον μνημειώδη θρίαμβο, όχι όμως και ο Αλέξανδρος. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή.

ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Το 329 π.Χ., προωθείται στο Αφγανιστάν, για να κατακτήσει τις ανατολικές παρυφές της Περσικής αυτοκρατορίας. Θα αντιμετωπίσει μια ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία: Τα δύσβατα βουνά του Ινδοκαύκασου (Hindo-Kush). Με υψόμετρο 6.000 μέτρα, είναι σχεδόν η στέγη του κόσμου και μια από τις πιο δύσκολες διαδρομές για τους 30.000 άντρες του Αλέξανδρου. Διασχίζοντας τα βουνά αυτά, οι αντίξοες συνθήκες, η βροχή, η παγωνιά, το χιόνι, οι χιονοθύελλες, θα έκαναν ίσως το εγχείρημα αδύνατο για οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τον Αλέξανδρο. Σε τέτοιο υψόμετρο το οξυγόνο είναι λιγοστό και χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να καλύψει κανείς ελάχιστη απόσταση. Το πέρασμα είναι τόσο στενό σε ορισμένα σημεία, που ο στρατός προχωρεί εφ’ ενός ζυγού, που φτάνει τα 15 χιλιόμετρα. Η ατσάλινη θέληση του Αλέξανδρου είναι αυτή που κάνει τους άντρες να συνεχίσουν. Για να καταφέρεις σπουδαία πράγματα μ’ ένα στρατό, πρέπει αυτός ο στρατός να είναι απόλυτα πρόθυμος να κάνει ό,τι του ζητήσεις. Κι αν αναλογιστούμε, έστω για μια στιγμή, τι ζητούσε ο Αλέξανδρος από το στρατό του, είναι παράλογο. Γιατί να το κάνουν; Επειδή οι δεσμοί μεταξύ του στρατού και του αρχηγού του ήταν πάρα πολύ στενοί. Με τον καιρό, όμως, αυτός ο δεσμός άρχισε να δοκιμάζεται. Για να προσθέσει καινούργια στρατεύματα στο στρατό του, ο Αλέξανδρος στρατολογεί Πέρσες στρατιώτες για να συμπληρώσει τις γραμμές του. Αυτό δεν αρέσει καθόλου στους Έλληνες. Πρέπει να τονίσω ότι δεν επρόκειτο μόνο για μια στρατηγική επιλογή, αλλά ήταν και ένα κοινωνικό ζήτημα. Στο τέλος της ημέρας, ξεπεζεύουν, μπαίνουν στη σκηνή για να πιουν κάτι και τι αντικρίζουν: έναν Πέρση, που γι’ αυτούς ήταν βάρβαρος, να απολαμβάνει το ποτό του στην ίδια σκηνή με αυτούς. Κι αυτό δεν τους αρέσει. Οι στρατιώτες μπορούν να γίνουν πολύ ρατσιστές. Η δυσαρέσκειά τους εντείνεται καθώς στον χαρακτήρα του Αλέξανδρου εμφανίζεται μια σκοτεινή πλευρά.

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΣΚΑΪ - ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ - 2009 (HQ) Ντοκιμαντέρ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ
Όταν ο στρατός φτάνει στη διάσημη πόλη Σαμαρκάνδη, διοργανώνεται ένα μεγάλο συμπόσιο. Το οινόπνευμα πυροδοτεί τη μεγαλομανία του Αλέξανδρου και ενισχύει την απρόβλεπτη συμπεριφορά του. Ανάμεσα στους καλεσμένους του είναι ο Κλείτος, που είχε υπηρετήσει και τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Φίλιππο, και είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη. Όσο ρέει το κρασί, τόσο χαλάει η ατμόσφαιρα. Ο Αλέξανδρος αρχίζει να κομπάζει ότι τα κατορθώματά του ξεπερνούν σε ηρωισμό εκείνα του πατέρα του. Οργισμένος ο Κλείτος ακούει σιωπηλός και τελικά ξεσπάει: «Στον πατέρα σου οφείλεις όλη τη δόξα σου». Ο μεθυσμένος Αλέξανδρος αρπάζει τη λόγχη του, σκοτώνει τον φίλο του και καταρρέει κλαίγοντας. Αυτό που στην πραγματικότητα εξόργισε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο στα λόγια του Κλείτου, ήταν ότι ο Φίλιππος ήταν πολύ πιο σημαντικός από όσο ο Αλέξανδρος επέτρεπε να φανεί. Με άλλα λόγια, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Αλέξανδρου το είχε παρακάνει, όπως και ο ίδιος. Αυτό που θέλει τώρα ο Αλέξανδρος είναι ο απόλυτος έλεγχος των αντρών του. Ήθελε στρατιώτες και αξιωματικοί να σκύβουν και να τον φιλούν και αυτός να τους ανταποδίδει το φιλί, για να τους δείξει ότι είναι κοινωνικά ίσοι. Οι Μακεδόνες όμως δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για φιλιά. Για τους αρχαίους Έλληνες, μόνον οι θεοί έπρεπε να λατρεύονται έτσι, και πολλοί αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Αλέξανδρο. Ανάμεσά τους και ο Καλλισθένης, ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει το μύθο του Αλέξανδρου. Ο Καλλισθένης πίστευε ότι κάτι τέτοιο ήταν δουλοπρεπές, βαρβαρικό, ότι πρόδιδε τα ελληνικά ήθη και έθιμα, και ότι ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να γίνεται ένας σωστός τύραννος και δεσπότης. Ο άσπλαχνος Αλέξανδρος βάζει να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν. Ο Αλέξανδρος έπεσε πιθανότατα θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. Ίσως ενστερνιζόταν περισσότερο από ποτέ τη θεϊκή του ιδιότητα, τη μεγαλομανία του. Μετά από λίγο, αυτή μεγαλομανία επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο διεύθυνε τις εκστρατείες του και τη συμπεριφορά του προς τους στρατιώτες του. Τον 8ο χρόνο της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει την Αίγυπτο, την Περσία και τους λαούς της Κεντρικής Ασίας. Η αυτοκρατορία του απλωνόταν από την Ελλάδα μέχρι το Αφγανιστάν και κάλυπτε περίπου 5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.

ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Τώρα στρέφεται προς τις ανατολικές εσχατιές του γνωστού κόσμου, την εξωτική και μυστηριώδη Ινδία. Θα πήγαινε ανατολικά. Αυτή είναι η διαδρομή που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες για να εισβάλλουν στην Ινδία και να κατακτήσουν τμήμα της χώρας. Ως κληρονόμος της Περσικής αυτοκρατορίας ήθελε το τμήμα αυτό κι έτσι ακολούθησε τα βήματα των στρατευμάτων που προηγήθηκαν και εκείνων που σίγουρα θα ακολουθούσαν μετά από αυτόν, μέσα από το πέρασμα Κάιμπερ. Ο Αλέξανδρος φτάνει σ’ έναν τόπο τόσο μυστηριώδη, όπου τίποτε δεν είναι οικείο. Έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν ισχυρό Μαχαραγιά, που είναι αποφασισμένος να τον σταματήσει. Οι Ινδοί έχουν συγκεντρώσει στρατό 50.000 αντρών. Επιπλέον, διαθέτουν ένα τρομερό νέο όπλο: 200 πολεμικούς ελέφαντες. Με ύψος 3 μέτρα και βάρος 5 τόνους, οι ελέφαντες ήταν τα τεθωρακισμένα των πολέμων της αρχαιότητας. Μπορούσαν να επιτεθούν μετωπικά και να ποδοπατήσουν τον εχθρό. Ο Αλέξανδρος γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να ρισκάρει μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια σε μια δύναμη τέτοιου μεγέθους. Είχε την τρομερή ικανότητα να αξιοποιεί τις ιδιαιτερότητες του πεδίου της μάχης, και να διατηρεί πάντα το στοιχείο του αιφνιδιασμού σχετικά με τις προθέσεις του: κινείται δεξιά, όταν σκοπεύει να επιτεθεί αριστερά, προσποιείται ότι θα διασχίσει τον ποταμό για την Ινδία από ένα σημείο και μετά τον διασχίζει από εκεί όπου δεν τον περιμένουν. Σ’ αυτήν την αιφνιδιαστική επίθεση, οι άντρες του Αλέξανδρου εξαγριώνουν τους ελέφαντες με τα μακριά τους δόρατα. Οι ελέφαντες βρέθηκαν στη μέση, να αφηνιάζουν με τα δόρατα και τα βέλη που τρυπούσαν τα πλευρά τους. Σ’ αυτήν την κατάσταση τρόμου και πανικού, οι ελέφαντες αρχίζουν να επιτίθενται αδιακρίτως σε Ινδούς και Έλληνες. Σε μια από τις σκληρότερες μάχες στην καριέρα του Αλέξανδρου, ο ινδικός στρατός αποδεκατίζεται και ο Μαχαραγιάς παραδίνεται. Όμως, ο Αλέξανδρος είναι τόσο εντυπωσιασμένος από τη γενναιότητα του Μαχαραγιά, που με μια απροσδόκητη κίνηση, του επιστρέφει το βασίλειό του. Ο μύθος του Αλέξανδρου έχει ρίξει βαθιές ρίζες στο χώμα της Ινδίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ακόμα ζωντανός στην Ινδία με πολλούς τρόπους. Οι Ινδοί τον θεωρούν ως μια μεγάλη ηρωική μορφή, που διαπνέει όλη την ιστορική τους συνείδηση. Η κληρονομιά του Αλέξανδρου είναι εμφανής σε όλες τις εκφάνσεις του ινδικού πολιτισμού. Τη διαπιστώνουμε στην ινδική λογοτεχνία, στην ινδική γλυπτική και ζωγραφική. Έτσι, ακόμα και σήμερα, στη ΒΔ Ινδία, μπορεί κανείς να θαυμάσει Ινδούς θεούς με αρχαιοελληνικές στάσεις, που είχαν φτιαχτεί από γλύπτες επηρεασμένους από την ελληνική τέχνη. Ο Αλέξανδρος άφησε το σημάδι του στην Ινδία.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Όμως, παρά τη μεγάλη του νίκη, τόσο χρόνια πολέμου έχουν κι αυτά αφήσει τα σημάδια τους στο στρατό του. Οι βροχοπτώσεις στη διάρκεια των Μουσώνων ήρθαν να χειροτερέψουν τα πράγματα. Πρέπει ψυχολογικά να επηρέασαν τρομερά τους Μακεδόνες, οι οποίοι δεν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Μετά από 8 χρόνια και 27.000 χιλιόμετρα, ο στρατός έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης και αρνιόταν να προχωρήσει άλλο. Ο Αλέξανδρος έχασε την πρώτη του μάχη και την έχασε από τους ίδιους του τους άντρες. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να γυρίσει πίσω. Για σκεφτείτε: Πριν καλά-καλά γίνει 30 ετών, βρισκόταν εκεί όπου, όπως πίστευε, τέλειωνε ο κόσμος και άρχιζε ο απέραντος ωκεανός. Εκεί θα στεκόταν και θα θυσίαζε στους θεούς, στους οποίους τον είχε διδάξει να θυσιάσει ο θεός πατέρας του. Και θα σκεφτόταν: «Είδες Φίλιππε; Εσύ δεν έφτασες ποτέ τόσο μακριά». Αυτό μπορεί να είναι εγωκεντρικό, αλλά τι στόχος! Και αυτοί οι λιπόψυχοι του το αρνήθηκαν. Ο Αλέξανδρος επιλέγει τη μακρύτερη διαδρομή για να επιστρέψει στην Περσία, οδηγώντας το στρατό του σε μια ακόμα επική πεζοπορία, αυτή τη φορά μέσα από την έρημο, σε μια από τις πιο άνυδρες περιοχές του πλανήτη. Το γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε αυτή τη διαδρομή, είναι μυστήριο. Ίσως για να τιμωρήσει τους άντρες του που δεν τον ακολούθησαν στα πέρατα του κόσμου. Το ανάγλυφο του εδάφους άλλαζε δραματικά, από ένα ξερότοπο όπου δεν φύτρωνε τίποτα, σε μια κινούμενη άμμο, όπου μέσα της οι άντρες του βούλιαζαν μέχρι τη μέση. Χιλιάδες πέθαναν από ηλίαση, δίψα και εξάντληση. Λιγότερο από το 1/3 του στρατού του Αλέξανδρου επέζησε. Ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε να κατακτήσει τα πάντα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε κατακτήσει τα πάντα στο διάβα του. Και πίστευε ότι θα τα καταφέρει και τώρα. Όμως, έκανε λάθος. Μπορεί οι απώλειες να ήταν οι μεγαλύτερες σε ολόκληρη την εκστρατεία του, δεν παύει όμως να είναι θαύμα που έστω και λίγοι τα κατάφεραν. Προς το τέλος, δεν ήξεραν καθόλου ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του Αλέξανδρου. Οι πράξεις του και οι τακτικές του ήταν αψυχολόγητες. Ήταν απρόβλεπτος και, συνεπώς, αποτελούσε πια απειλή γι’ αυτούς.


Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ
Ο Αλέξανδρος φτάνει στην πόλη Σούσα, στην Περσία, όπου ακόμα μια έκπληξη περιμένει τους άντρες του. Διατάζει περίπου εκατό Μακεδόνες αξιωματικούς να παντρευτούν Περσίδες. Ο στόχος ήταν να εδραιωθούν στην περιοχή και να κάνουν παιδιά με μικτή μακεδονική-περσική καταγωγή. Αυτά τα παιδιά θα γίνονταν οι μελλοντικοί πρίγκιπες. Οι γάμοι όμως προκάλεσαν βαθιά δυσαρέσκεια στους άντρες και η οργή τους μεγαλώνει. Αλλά για τον Αλέξανδρο, η ένωση Ανατολής και Δύσης είναι πρακτικό ζήτημα. Ο ίδιος δίνει το παράδειγμα: παντρεύεται τρεις ξένες. Για να διοικήσει μια ποικιλόμορφη αυτοκρατορία πρέπει να συγχωνεύσει τους πολιτισμούς. Τώρα, ο νους του είναι στραμμένος προς τη νέα αυτοκρατορία. Όχι εκείνη που κατέκτησε, ούτε εκείνη που άφησε πίσω του στη Μακεδονία, αλλά τη νέα αυτοκρατορία της Μέσης Ανατολής. Ο Αλέξανδρος οδηγεί το στρατό του πίσω στη νέα έδρα της αυτοκρατορίας του, τη Βαβυλώνα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Μια ζεστή βραδιά, τον Μάιο του 323 π.Χ., έπειτα από μια μεγάλη οινοποσία, πέφτει μυστηριωδώς άρρωστος. Η υγεία του βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ο ίδιος καίγεται από πυρετό. Μετά από 30.000 χιλιόμετρα αιματοχυσίας και κατακτήσεων, το κυνήγι της αθάνατης δόξας φτάνει στο τέλος του για τον Αλέξανδρο. Οι Μακεδόνες αξιωματικοί του, ανήσυχοι συγκεντρώνονται γύρω από το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου. Ο ιστορικός Πλούταρχος περιγράφει τη σκηνή: «Ήθελαν οπωσδήποτε να τον δουν για τελευταία φορά. Όλων σχεδόν η καρδιά ήταν βαριά από τη θλίψη, ενώ η σκέψη ότι θα έχαναν το βασιλιά τους, τους έκανε να νιώθουν αδύναμοι και σαστισμένοι». Μετά από 11 μέρες πυρετού, ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και ηγέτες όλου του κόσμου, πεθαίνει σε ηλικία 32 ετών. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο του Αλέξανδρου; Τι κατέκτησε τελικά τον κατακτητή; Ήταν κάποια αρρώστια, ήταν το οινόπνευμα, ή ήταν δολοφονία; Κάποιοι ειδικοί λένε ότι ήταν τύφος. Άλλοι ότι τον δηλητηρίασαν κάποιοι αξιωματικοί, που είχαν βαρεθεί τις μανίες του και την απαίτησή του να τον λατρεύουν σαν θεό. Όμως, για πολλούς αιώνες οι ιστορικοί διαφωνούσαν σχετικά με την αιτία του θανάτου του. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: ο Αλέξανδρος δεν δηλητηριάστηκε. Το μοιραίο εορταστικό συμπόσιο ήταν στις 29 Μαΐου, ενώ ο θάνατος τον βρήκε στις 10-11 Ιουνίου. Αν ήθελαν να τον δηλητηριάσουν, θα του είχαν δώσει μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου. Τι τον σκότωσε λοιπόν; Η επιδημία αποκλείεται. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν κατά χιλιάδες γύρω του. Δεν πρόκειται για κάποια ασιατική γρίπη. Πρέπει να είναι κάτι που συνέβη σ’ εκείνον. Κλίνω προς την ελονοσία.

 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΟΡΟΥ
Τη σορό του Αλέξανδρου δεν μπορούμε να την εξετάσουμε, γιατί έχει χαθεί. Γυρίζοντας στη Μακεδονία, η ταφική πομπή δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από κάποιον στρατηγό του Αλέξανδρου, που ήθελε να μεταφέρει τη σορό του στην Αίγυπτο. Επί αιώνες, η σορός του Αλέξανδρου βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Αποτελούσε, πιθανόν, ένα από τα πιο ιερά κειμήλια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η λατρεία του Αλέξανδρου ως θεού πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά το θάνατό του. Ο Ιούλιος Καίσαρα ήρθε για να προσκυνήσει το νεκρό ήρωά του. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος κατέθεσε ένα χρυσό στεφάνι στο φέρετρο και σκόρπισε άνθη πάνω από τη σορό. Αλλά, τον 4ο αιώνα μ.Χ., κάτι συνέβη και ο τάφος εξαφανίζεται. Από τότε, ο τάφος του Αλέξανδρου αποτελεί ένα από τα ιερά δισκοπότηρα της αρχαιολογίας. Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι καταστράφηκε κατά τη διάρκεια πολέμου ή σεισμού. Ένας Βρετανός ιστορικός, όμως, προτείνει μια πιο ενδιαφέρουσα θεωρία. Ο Άντριου Τσαγκ πιστεύει ότι ένας χάρτης του 16ου αιώνα περιέχει μια ένδειξη για το πού βρίσκεται. Ακριβώς, στο κέντρο του χάρτη, υπάρχει ένα μικρό κτίριο που θα μπορούσε να είναι το παρεκκλήσι, με τον μιναρέ ενός τζαμιού δίπλα του, το οποίο ονομάζεται «Domus Alexandri Magni», που στα λατινικά σημαίνει «Οίκος του Αλέξανδρου του Μεγάλου». Εδώ εντοπίστηκε μια σαρκοφάγος. Προοριζόταν για τον Αιγύπτιο Φαραώ Νεκτανεβώ Β', ο οποίος όμως ποτέ δεν ενταφιάστηκε εδώ. Μήπως άραγε εδώ αναπαυόταν ο Αλέξανδρος; Τη σαρκοφάγο την ανακάλυψε ξανά ο Ναπολέων, τον 19ο αιώνα. Όταν όμως ηττήθηκε από τους Άγγλους, η άδεια σαρκοφάγος μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Σήμερα, φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτό το αντικείμενο ίσως ήρθε σε επαφή με τη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η σκέψη ότι εδώ ίσως βρέθηκε ο Ιούλιος Καίσαρ, αλλά και ο Αύγουστος Καίσαρ και ότι ο Ναπολέων πιθανότατα άγγιξε αυτή τη σαρκοφάγο, μας κάνει να ανατριχιάζουμε. Αλλά το Βρετανικό Μουσείο δε δέχεται τη θεωρία του Τσαγκ. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη γενετικού υλικού που να την τεκμηριώνει. Κι έτσι συνεχίζεται η έρευνα για τη σορό του κατακτητή, θαμμένη κάπου κάτω απ’ την άμμο της ερήμου ή ίσως, όπως πιστεύουν κάποιοι, στο χώμα της πόλης που της έδωσε το όνομά του, της Αλεξάνδρειας.

Το πολεμικό ημερολόγιο βήμα βήμα
Το 335 π.Χ. έστειλε τον Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το πέρασμα της Προποντίδας. Την άνοιξη του 334 π.Χ.,αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 πεζών και 5.000 και πλέον ιππέων,ενώ ο στόλος του απαρτιζόταν από 160 πλοία. Οι Πέρσες δεν πρόβαλλαν αντίσταση στη διάβαση του στενού. Οι προμήθειες έφταναν για 30 μέρες και οι οικονομικοί πόροι ανέρχονταν περίπου στα 70 χρυσά τάλαντα.

Η στρατιωτική δύναμη ήταν ομολογουμένως μικρή σε σχέση με τα σχέδια του Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που περιελάμβανε πολλούς λαούς και φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο Αλέξανδρος βασιζόταν στην ταχύτητα και την τόλμη καθώς και στις καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μακεδονικές φάλαγγές του και το βαρύ ιππικό των Εταίρων.

Η μακεδονική φάλαγγα αποτελούνταν από πεζέταιρους οπλισμένους με σάρισα, δόρυ μήκους 6 μέτρων, πιθανόν επινόηση του Φιλίππου Β’, βασισμένη στη θηβαϊκή φάλαγγα.Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι Εταίροι όπως ονομαζόνταν. Τον στρατό συμπλήρωναν σώματα Αγριάνων ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών. Μολονότι τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι Μακεδόνες, στις γραμμές του περιλαμβάνονταν πολεμιστές από ελληνικές πόλεις-κράτη και από τα βασίλεια της Μικράς Ασίας. Αυτήν την ετερογενή δύναμη ένωναν οι δεσμοί πειθαρχίας, εκπαίδευσης και οργάνωσης, αλλά και η αφοσίωση που ενέπνεε ο Αλέξανδρος.



Ως επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν ήταν ο Παρμενίων, παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν οι γιοί του Παρμενίωνα, Φιλώτας και Νικάνωρ, ο Αμύντας, ο Περδίκκας, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος, και των μισθοφόρων ο Μένανδρος. Ο Αλέξανδρος, ως ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, διαχειρίστηκε πολύ αποτελεσματικά τη στρατιωτική οργάνωση, την κινητοποίηση, και την άμεση δράση των στρατιωτικών δυνάμεων. Θεωρείται ο θεμελιωτής της χρήσης του ιππικού ως όπλου κρούσης και του καταπέλτη εναντίον προσωπικού

Κατάκτηση της Μικράς Ασίας (334 – 333 π.Χ.)
Μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου, βρέθηκε στα ακρογιάλια της Αιολίδας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα βορειοδυτικά παράλια της Τουρκίας. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.Ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του στον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις, οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε, αλλά σώθηκε από την παρέμβαση του Κλείτου, και κατόπιν οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν από το μακεδονικό ιππικό που διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί άρχοντές τους.

Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν, αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν, ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιον, όπου έλυσε τον Γόρδιο δεσμό. Σύμφωνα με τον τότε θρύλο, όποιος έκανε κάτι τέτοιο θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία.Πέρασε τον χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα τη βαριά φορολογία


Alexander the Great (All Parts)
 



 
Κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας (331 – 330π.Χ.)
Προετοιμασία της εκστρατείας στο εσωτερικό του περσικού κράτους

Την άνοιξη του 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος αποχώρησε με τον στρατό του από την Αίγυπτο, αφού πρώτα ολοκλήρωσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωσή της και εγκατέστησε σε αυτή μικρή στρατιωτική δύναμη κατοχής. Επέστρεψε στην Τύρο όπου τον απασχόλησαν οι τάσεις ανεξαρτησίας τις οποίες είχαν εκδηλώσεις οι επαρχίες της Συρίας και της Παλαιστίνης, ενόσω αυτός απουσίαζε στην Αίγυπτο. Στα πλαίσια αυτών των κινήσεων, είχε ξεσπάσει επανάσταση των Σαμαρειτών, οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον διοικητή της Σαμάρειας, στρατηγό Ανδρόμαχο. Οι ένοχοι τιμωρήθηκαν αυστηρά και, για να διασφαλιστούν τα μετόπισθεν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στο εσωτερικό της Ασίας, ο Αλέξανδρος προχώρησε σε αλλαγές στους επικεφαλής των σατραπειών των εδαφών της Μικράς Ασίας και της Συρίας αλλά και σε νέα φορολογική οργάνωση των περιοχών αυτών. Ταυτόχρονα, απέσυρε τις μακεδονικές φρουρές της Χίου και της Κω και επέτρεψε σε ορισμένες ελληνικές πόλεις, όπως η Ταρσός, να κόψουν νόμισμα, επιβάλλοντας έτσι, σταδιακά, το νόμισμά του στις περιοχές που κατέκτησε, πράξη για την οποία σύγχρονος ιστορικός τον αποκάλεσε μεγαλεπήβολο οργανωτή. Επίσης, δέχθηκε αίτημα αθηναϊκής πρεσβείας για την απελευθέρωση των Αθηναίων αιχμαλώτων της μάχης του Γρανικού, επιθυμώντας να έχει την Αθήνα με το μέρος του. Πριν την αναχώρηση του στρατεύματος, ετέλεσε και θυσίες στον Ηρακλή, τις οποίες συνόδευσαν γυμνικοί, μουσικοί, καθώς και αγώνες τραγωδίας, οι τελευταίοι με τη χορηγία των δύο βασιλέων της Κύπρου, κατά μίμηση του αθηναϊκού συστήματος των χορηγών.

Νίκη στα Γαυγάμηλα, κατάληψη των Σούσων και διάβαση των Περσίδων Πυλών
Στη Μεσοποταμία, ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες, κατά το διάστημα που οι Μακεδόνες ήταν απασχολημένοι με την κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου.

Μετά την ολοκλήρωση των προετοιμασιών του, ο Αλέξανδρος έστειλε τον Παρμενίωνα στη Θάψακο, με εντολή να προετοιμάσει δύο ξύλινες γέφυρες κατασκευασμένες με βάρκες (λεμβόζευκτες) στον Ευφράτη. Οι γέφυρες δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν πριν την άφιξη του κύριου όγκου του μακεδονικού στρατού, καθώς περσική δύναμη 3.000 ιππέων και 2.000 Ελλήνων μισθοφόρων, υπό τον σατράπη Μαζαίο, περίμενε στην απέναντι όχθη.


Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα (σημ. Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν). Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό, στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων. Στη συνέχεια κατέλαβε τη Βαβυλώνα, της οποίας ανοικοδόμησε τα ιερά που είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης, όπως αυτό του θεού Μαρδούκ. Προσέφερε μάλιστα θυσία στον Μαρδούκ, τηρώντας πανάρχαια παράδοση.

Ο Δαρείος Γ΄ διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα, πρωτεύουσα του περσικού κράτους, η οποία παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, από τον Πέρση σατράπη της Σουσιανής, Αβουλίτη. Εκεί βρήκε ποσότητα χρυσού, αργύρου και νομίσματα, αξίας 50.000 περίπου ταλάντων. Στα Σούσα δε εγκατέστησε τη μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια του Δαρείου και όρισε ο ίδιος τους δασκάλους των ελληνικών για τα παιδιά του Πέρση βασιλιά. Σατράπη της Σουσιανής άφησε τον Αβουλίτη, ορίζοντας όμως Μακεδόνες διοικητές του στρατού της σατραπείας. Επόμενος στόχος του ήταν η καταδίωξη του Δαρείου και η εισβολή στην Περσίδα (σημ. Φαρς). Η εκστρατεία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 330 π.Χ. Μετά τη διάβαση του ποταμού Πασιτίγρη (σημ. Καρούν, στο Ιράν), συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους ορεσίβιους Ουξίους. Τελικά κατάφερε να τους αιφνιδιάσει, κυκλώνοντάς τους. Μετά την υποταγή τους, έστειλε μέρος του στρατεύματος και τις αποσκευές του, υπό τον Παρμενίωνα, από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στην Περσέπολη. Ο ίδιος, επικεφαλής του μακεδονικού πεζικού, των εταίρων και των Αγριάνων και τοξοτών, ακολούθησε τον ταχύτερο δρόμο μέσα από τις ορεινές διαβάσεις του νοτίου Ζάγρου. Εκεί, στο φυσικό στενό το οποίο συνδέει τη Σουσιανή με την Περσίδα, και το οποίο οι αρχαίοι αποκαλούσαν Περσίδες Πύλες, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον σατράπη της Περσίδας, Αριοβαρζάνη. Ο Αριοβαρζάνης είχε χτίσει μέσα στο στενό τείχος, το οποίο υπεράσπιζε επικεφαλής δύναμης 25.000-40.000 πεζών και 300-700 ιππέων. Μετά από ανεπιτυχή κατά μέτωπο επίθεση, η οποία στοίχισε πολλές απώλειες στους Μακεδόνες, Πέρσες αιχμάλωτοι οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του μακεδονικού στρατού, υπό τον Αλέξανδρο, μέσα από δύσβατο μονοπάτι και υπό αντίξοες συνθήκες, στα νώτα του Αριοβαρζάνη τον στρατό του οποίου εξολόθρευσε.

Παράδοση και καταστροφή της Περσέπολης
Μετά την διάβαση των στενών των Περσίδων Πυλών, ο Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα προς την Περσέπολη, προκειμένου να μην επιτρέψει στη φρουρά της να φυγαδεύσει τους περσικούς βασιλικούς θησαυρούς. Τότε δέχτηκε γράμμα του Τιριδάτη, διοικητή της πόλης, με το οποίο ο δεύτερος τον πληροφορούσε ότι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την Περσέπολη αν ο Αλέξανδρος προλάβαινε τους ανθρώπους του Δαρείου. Τότε, πλησιάζοντας την πόλη, ο μακεδονικός στρατός συνάντησε, κατά τη διήγηση του Διόδωρου Σικελιώτη (όπως επίσης του Κούρτιου και του Ιουστίνου) ένα τραγικό θέαμα. Περίπου 800 ακρωτηριασμένοι άνθρωποι (στα χέρια ή στα πόδια ή τα αυτιά και τις μύτες), ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, κρατώντας ικετηρίες (σύμβολο δυστυχίας, ικεσίας). Επρόκειτο για Έλληνες τεχνίτες, τους οποίους προηγούμενοι Πέρσες βασιλείς είχαν ακρωτηριάσει κρατώντας από τα μέλη τους μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για την τέχνη που ασκούσαν. Όλοι οι Μακεδόνες συμπόνεσαν εκείνους τους ανθρώπους, ο δε Αλέξανδρος προσφέρθηκε να φροντίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αν και τελικά αυτοί προτίμησαν να μείνουν στην Περσία, ενωμένοι, προκειμένου να αντέξουν πιο εύκολα τη δυστυχία τους.

 Όταν μπήκε στην πλούσια πόλη, ο Αλέξανδρος την άφησε στη διάθεση των στρατιωτών του για μία ολόκληρη μέρα κατά την οποία σημειώθηκε λεηλασία, καταστροφή των ιερών και ανήκουστη σφαγή. Η συμπεριφορά αυτή, κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), έχει μείνει ανεξήγητη από τους νεότερους ιστορικούς, παρά την προσπάθεια να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα απόφασης στρατιωτικού συμβουλίου που συγκάλεσε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Έχει ειπωθεί μάλιστα πως στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε να λεηλατηθεί η πόλη αλλά όχι τα ανάκτορά της στην ακρόπολη και πως ο Παρμενίωνας διαφώνησε θεωρώντας την απόφαση ως προσβολή των αισθημάτων των ηττημένων.Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η νυχτερινή πυρπόληση των επιβλητικών ανακτόρων των Αχαιμενιδών. Την πράξη εκείνη, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, εκτός από τον Αρριανό, αποδίδουν σε προτροπή της εταίρας Θαΐδας, φίλης του Πτολεμαίου του Λάγου, η οποία έπεισε τους μεθυσμένους Μακεδόνες αξιωματούχους να πάρουν από έναν δαυλό και να κάψουν τα ανάκτορα, ως εκδίκηση για την καταστροφή των ελληνικών ιερών κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο Αρριανός χαρακτηρίζει ακατανόητο τον εμπρησμό των ανακτόρων και απορρίπτει την εξήγηση της εκδίκησης μιας τόσο παλιάς πράξης. Η ιστορικότητα του περιστατικού με τη Θαΐδα δεν είναι αποδεκτή από πολλούς νεότερους ιστορικούς οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τον εμπρησμό των ανακτόρων ως πολιτική διακήρυξη του Αλεξάνδρου, με την οποία αποδείκνυε πως έληξε η εξουσία των Αχαιμενιδών ή πως εκδικούνταν την πυρπόληση του μεγάλου ιερού της Βαβυλώνας από τον Ξέρξη. Γενικά, η καταστροφή της Περσέπολης και των ανακτόρων της έχει χαρακτηριστεί πράξη σκληρή, άστοχη και αδικαιολόγητη και ως μελανή σελίδα στην ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου, ίσως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων που του προκάλεσαν η ισχυρή αντίσταση του Αριοβαρζάνη στις Περσίδες Πύλες, το θέαμα των ακρωτηριασμένων Ελλήνων, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και το αλαζονικό ύφος των περσικών επιγραφών στα ανάκτορα. Κατά την ίδια ιστορικό, αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από απάνθρωπες πράξεις στις οποίες προέβη ο Αλέξανδρος, αν και ως τότε είχε δείξει, σε διάφορες περιπτώσεις, μεγαλοψυχία και ευαισθησία.

Στην Περσέπολη βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο, κατά τον Διόδωρο και τον Κούρτιο, από περίπου 120.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Ένα μέρος από αυτό το ποσό κράτησε για τη συνέχιση του πολέμου και το υπόλοιπο το έστειλε στα Σούσα, όπου μπορούσε να φρουρηθεί αποτελεσματικότερα. Για τη μεταφορά στα Σούσα χρησιμοποιήθηκαν 10.00 ζευγάρια μουλαριών και 5.000 καμήλες. Ως σατράπη της Περσίδας διόρισε τον Πέρση Φρασαόρτη.


Καταδίωξη του Δαρείου
Φεύγοντας από την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος έφτασε στις Πασαργάδες, παλιά πρωτεύουσα της Περσίας η οποία παραδόθηκε επίσης χωρίς αντίσταση. Εκεί βρήκε άλλα 6.000 περσικά τάλαντα. Επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου και έδωσε εντολή να διακοσμηθεί εσωτερικά, ως δείγμα θαυμασμού προς τον Πέρση βασιλιά για τον οποίο φαίνεται πως είχε μάθει όταν μικρός διάβασε το έργο Κύρου παιδεία, του Ξενοφώντα. Μετά από δύο μήνες ανάπαυσης του στρατού, προχώρησε προς τη Μηδία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο Γ΄. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των υπόλοιπων Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων, όπου θα τους φρουρούσε ο Άρπαλος, παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου, με φρουρά 6.000 ανδρών. Στη συνέχεια ο Παρμενίωνας θα παρέμενε στη Μηδία, με αρμοδιότητα να φρουρεί τα μετόπισθεν του Αλεξάνδρου. Η ανάθεση μη μάχιμου καθήκοντος στον Παρμενίωνα έχει αποδοθεί στην προχωρημένη, τότε, ηλικία του (70 ετών), ίσως και σε πιθανή διαφωνία του για την πρόθεση του Αλεξάνδρου να συνεχίσει την εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες.

Από τα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος συνέχισε με μεγάλη ταχύτητα την καταδίωξη του Δαρείου, αδυνατώντας όμως να τον συλλάβει. Όταν πέρασε τις Κασπίες Πύλες (στη νοτιοανατολική γωνία της Κασπίας Λίμνης), έφθασαν στο στρατόπεδό του άνθρωπο του Δαρείου οι οποίοι τον πληροφόρησαν πως ο σατράπης της Βακτρίας, Βήσσος, συνέλαβε τον Δαρείο Γ΄ και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περσίας από τους άλλους σατράπες και τους Βακτρίους. Από το πραξικόπημα του Βήσσου απείχαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου και η οικογένεια του Αρτάβαζου. Τότε ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να κυνηγήσει τον Βήσσο και να συλλάβει ζωντανό τον Δαρείο, μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής ελαφρού αποσπάσματος. Η καταδίωξη συνεχίστηκε ακόμη και μέσα στην άνυδρη έρημο, με ολονύκτιες πορείες. Όταν πρόφθασε τους Βακτρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή αφού τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δαρείο και τον εγκατέλειψαν. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου Γ΄ για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά, ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως κληρονόμος και νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών

Υποταγή των ανατολικών σατραπειών (330 – 327 π.Χ.)     
Στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, πολιτική του Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία.

Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας, κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στη δολοφονία του Δαρείου Γ΄. Επιπλέον, στον Αλέξανδρο είχαν φτάσει πληροφορίες πως ο Βήσσος συγκέντρωνε ισχυρό εθνικό στρατό για να υπερασπίσει τη χώρα του και να διεκδικήσει την κυριαρχία της Ασίας. Έτσι η εκστρατεία του Αλεξάνδρου πήρε νέο χαρακτήρα, καθώς η συνέχισή της απαιτούσε τη χρησιμοποίηση του περσικού στοιχείου στον στρατό και στη διοίκηση, όπου εμπιστεύθηκε θέσεις στους πιστούς συνεργάτες του Δαρείου. Άλλωστε, ήδη ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε εντυπωσιαστεί από τους πολιτισμούς που συνάντησε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και την Περσία, πολιτισμούς οι οποίοι έσβησαν από τη σκέψη του την υποτιμητική σημασία που είχε για τους Έλληνες η λέξη «βάρβαρος». Εκτός αυτού, η μορφή του πολέμου που θα ακολουθούσε ήταν διαφορετική. Οι νέοι αντίπαλοι του Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα οι Βάκτριοι και οι Σόγδιοι, όχι μόνο διέθεταν υψηλό εθνικό φρόνημα αλλά και εθνικούς ηγέτες με μεγάλες ικανότητες, η δε τακτική που εφάρμοζαν ήταν αυτή του κλεφτοπολέμου με πολλαπλά ταυτόχρονα χτυπήματα, έχοντας μάλιστα για σύμμαχο την ορεινή χώρα τους. Η φύση αυτή του αντιπάλου επέβαλλε αλλαγές στη δομή του στρατού του για να γίνει πιο ευκίνητος και να μπορεί να διεξάγει ταυτόχρονα ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Έτσι η δυσκίνητη φάλαγγα από εκείνο το σημείο και στο εξής θα δρούσε μόνο χωρισμένη σε τμήματα, ενώ το ιππικό των εταίρων χωρίστηκε κι αυτό σε δύο τμήματα (ιππαρχίες) και συνδυάστηκε με ελαφρότερα έφιππα σώματα ιππακοντιστών και ιπποτοξοτών, κατά τα περσικά πρότυπα. Επίσης, εκτός από τις ενισχύσεις σε άνδρες και άλογα που ήρθαν από την Ελλάδα και τη Μ. Ασία με σκοπό να αναπληρωθούν οι ως τότε απώλειες, άρχισε να χρησιμοποιείται και το πολύ αξιόλογο ιππικό των ντόπιων κατοίκων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών, οι οποίες εφαρμόστηκαν σταδιακά, κυρίως κατά την εκστρατεία της Βακτριανής και Σογδιανής, ήταν τέτοιο που, πριν ξεκινήσει η εκστρατεία της Ινδίας, το μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα να έχει πάρει εντελώς νέα μορφή.

Πέρα από τις αλλαγές στη σύνθεση και την τακτική του εκστρατευτικού σώματος, ο Αλέξανδρος εφάρμοσε μια, πιο σημαντική και με μακροχρόνιο αποτέλεσμα, πολιτική, αυτή της ίδρυσης νέων πόλεων, των πρώτων σε ασιατικό έδαφος. Η επιλογή των θέσεων αυτών των πόλεων έχει χαρακτηριστεί «μεγαλοφυής».

Υποταγή της Υρκανίας, της Αρείας, της Δραγγιανής και της Αραχωσίας       

Η εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου Γ΄ με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σούσια της Αρίας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για τη Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης εξολόθρευσε τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2.000 ιππείς. Στη θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια Αρείας, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγγιανής για να διαχειμάσει.

Εκστρατεία του Ινδικού Καυκάσου, της Βακτρίας και της Σογδιανής – Εξέγερση σε Σογδιανή και Βακτρία 

Την άνοιξη του 329 π.Χ. έφτασε στην περιοχή του Ινδο-Καύκασου όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο και, αφού έκαψε τα πλοία του μετά τη διέλευση, εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στη Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως ξέσπασε μεγάλη εξέγερση στη Βακτρία και τη Σογδιανή, της οποίας ηγήθηκε ο ικανότατος Σόγδιος αρχηγός, Σπιταμένης. Η εξέγερση αυτή, η οποία κατεστάλη με μεγάλη δυσκολία, προκάλεσε την εξολόθρευση ενός μακεδονικού αποσπάσματος στον ποταμό Πολυτίμητο (σημ. Σαραουχσάν). Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, ο Αλέξανδρος έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ’ όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε, παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων, στις Ινδίες, μέσω του Περάσματος Χαϊμπέρ.

Εσωτερική ηθική κρίση – Εκτελέσεις συνεργατών του Αλεξάνδρου     

Μετά τη δολοφονία του Δαρείου άρχισε να δημιουργείται νοσηρό κλίμα υποψιών στην αυλή του Αλεξάνδρου, τροφοδοτούμενο από τις αντιζηλίες μεταξύ των εταίρων. Συνεργάτες του βασιλιά, όπως ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός, ο Κοίνος και ο Καλλισθένης, υποδαύλιζαν αυτούς τους ψιθύρους και ταυτόχρονα πληροφορούσαν τον Αλέξανδρο γι αυτές τις φήμες. Στόχος των ψιθυριστών έγινε και ο Φιλώτας, για τον οποίο έλεγαν πως αποκαλούσε τον Αλέξανδρο «μειράκιον» (νεανίσκο) και πως έγινε αρχηγός εξαιτίας του ίδιου και του πατέρα του, Παρμενίωνα. Στην αρχή ο Αλέξανδρος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία αλλά οι υποψίες έγιναν εντονότερες μετά τον παραγκωνισμό του Παρμενίωνα στα μετόπισθεν. Όταν όμως, στη Δραγγιανή, το φθινόπωρο του 330 π.Χ., αποκαλύφθηκε συνωμοσία μερικών εταίρων που είχε σκοπό τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, οι εχθροί του τόνισαν στον βασιλιά πως ο Φιλώτας επίτηδες αμέλησε να τον πληροφορήσει εγκαίρως, γιατί ο ίδιος ήταν ο πραγματικός εμπνευστής της συνομωσίας. Τελικά, ο Φιλώτας καταδικάστηκε σε θάνατο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού, ως ηθικός αυτουργός. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην εκτέλεση του γιου του, διέταξε τη δολοφονία του πιστού στρατηγού του, πράξη που θεωρείται «ένα από τα μελανότερα σημεία της ιστορίας του». Την πράξη αυτή επέκριναν αρκετοί στρατιώτες στις επιστολές τους. Όλους αυτούς ο Αλέξανδρος τους τοποθέτησε σε χωριστή μονάδα η οποία ονομάστηκε «ατάκτων τάγμα», για να μη παρασύρουν τους συναδέλφους τους.

Βαθμιαία ο Αλέξανδρος άρχισε να γίνεται πιο απολυταρχικός και να επιβάλλει ανατολίτικες συνήθεις που ξένιζαν δυσάρεστα τους συντρόφους του. Έτσι άρχισε να φορά περσικά ρούχα και να ζητά, στην αρχή μόνο από τους Πέρσες οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έθιμο αλλά στη συνέχεια και από τους Μακεδόνες, να τον προσκυνούν. Η «προσκύνησις» όμως προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια των Μακεδόνων και, στην περίπτωση του Καλλισθένη, οδήγησε αργότερα στην καταδίκη του. Εκτός όμως από την υιοθέτηση των «βαρβαρικών» εθίμων, η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου διευκόλυνε φαινόμενα δουλοπρέπειας και κολακείας στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Αποτέλεσμα αυτών των κολακειών ήταν η καλλιέργεια της υπερηφάνεια του βασιλιά σε τέτοιο βαθμό που εκείνος να χάνει την αίσθηση του μέτρου και να ερεθίζεται επικίνδυνα όταν πίστευε ότι υπήρχε η παραμικρή ασυμφωνία με τις απόψεις του.

Το φθινόπωρο του 328 π.Χ., στα Μαράκανδα της Σογδιανής (σημ. Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν), κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού βασιλικού συμποσίου, οι συνδαιτυμόνες επιδόθηκαν σε ανεξέλεγκτη οινοποσία και μέθυσαν. Ορισμένοι αυλικοί του βασιλιά επιδόθηκαν σε τέτοιες κολακείες προς τον Αλέξανδρο που προκάλεσαν την οργή του, μεθυσμένου επίσης, Κλείτου. Η οργή του αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη όταν κάποιος απήγγειλε ένα ποίημα που διακωμωδούσε την πρόσφατη πανωλεθρία των Μακεδόνων στον Πολυτίμητο ποταμό. Ο Αλέξανδρος, μεθυσμένος κι ο ίδιος, χλεύασε τη διαμαρτυρία του Κλείτου με αποτέλεσμα ο διάλογος μεταξύ τους να εκτραχηλιστεί σε αμοιβαίες προσβολές. Στο τέλος, ο βασιλιάς άρπαξε τη λόγχη ενός φρουρού και με αυτή σκότωσε τον Κλείτο. Η πράξη του αυτή τον συνέφερε αμέσως και η θλίψη του ήταν τέτοια που για τρεις ημέρες αρνιόταν να φάει και να πιει, σε βαθμό που όλοι φοβήθηκαν μήπως πεθάνει.

Τελικά, θύμα της αλλαγής της συμπεριφοράς του Αλεξάνδρου έπεσε και ο ίδιος ο Καλλισθένης, επίσημος ιστορικός της εκστρατείας, ανεψιός και μαθητής του Αριστοτέλη. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως, σε συμπόσιο που έλαβε χώρα στα Βάκτρα, το 327 π.Χ., προσπάθησαν αιφνιδιαστικά να επιβάλλουν στους καλεσμένους, μαζί με τον καθιερωμένο ασπασμό φιλίας προς τον βασιλιά, και την «προσκύνησιν». Ο Καλλισθένης αρνήθηκε να προσκυνήσει και έφυγε από το συμπόσιο. Αργότερα, την ίδια χρονιά, αποκαλύφθηκε συνωμοσία των βασιλικών παίδων (εφήβων, γόνων μακεδονικών ευγενών που συνόδευαν τους Μακεδόνες βασιλιάδες στις εκστρατείες τους) με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά, για προσωπικά κίνητρα. Τότε κάποιοι εταίροι υπέδειξαν τον Καλλισθένη ως υποκινητή της συνομωσίας, καθώς είχε την ευθύνη της εκπαίδευσης των βασιλικών παίδων. Παρά τα βασανιστήρια όμως, κανένας από τους παίδες δεν ομολόγησε τη συμμετοχή του Καλλισθένη στη συνωμοσία. Το τέλος του Καλλισθένη είναι αβέβαιο, το σίγουρο όμως είναι πως από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του. Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος τον αναφέρουν, ο πρώτος λέει πως πέθανε αλυσσοδεμένος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και ο δεύτερος πως βασανίστηκε και κρεμάστηκε. Η καταδίκη του Καλλισθένη έβλαψε σημαντικά την υστεροφημία του Αλεξάνδρου καθώς οι άλλοι μαθητές του Αριστοτέλη δεν του συγχώρησαν την πράξη του αυτή. Έτσι έγραψαν πολλά κακόβουλα σχόλια και ανακρίβειες για τον Μακεδόνα βασιλιά, αμαυρώνοντας τη φήμη του.

Εκστρατεία στην Ινδία (327 – 325 π.Χ.)
Προετοιμασία της εκστρατείας 

Μετά την καταστολή της εξέγερσης σε Βακτρία και Σογδιανή, ο Αλέξανδρος άρχισε να προετοιμάζει την εισβολή στην Ινδία. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση ήταν οι εξής. Η Ινδία θεωρείτο τότε ακραία περιοχή της Ασίας, πολύ μικρότερη σε έκταση από την πραγματική, και με την κατάκτησή της ο Αλέξανδρος πίστευε, όπως γράφει ο Αρριανός, πως θα εξασφαλίζονταν οι ανατολικές σατραπείες από ενδεχόμενη εισβολή ή αποστασία. Ακόμη ήταν γνωστός ο πλούτος της χώρας και συνυπολογίζονταν και τα ωφέλη από το εμπόριο. Άλλοι λόγοι ήταν η επιθυμία του, ως πραγματικού Μεγάλου Βασιλιά, να καταλάβει τις χώρες που είχε υποτάξει ο Δαρείος Α΄, να γίνει πρωταθλητής της ιστορίας του οποίου τα κατορθώματα κανείς δεν θα ξεπερνούσε. Τέλος, ο Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, είχε το πάθος να ανακαλύψει νέες χώρες, να διευρύνει τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής του (ήθελε να επαληθεύσει αν ο Ινδός ταυτιζόταν πράγματι με τον άνω Νείλο και ότι η Ινδία ενωνόταν με την Αιθιοπία) και να βαδίσει στα χνάρια του Διονύσου και του Ηρακλή, στη χώρα των θαυμάτων, όπως νόμιζαν τότε οι Έλληνες την Ινδία. Έτσι απέρριψε την πρόταση του συμμάχου του βασιλιά των Χωρασμίων (το μετέπειτα Χορασάν), Φαρασμάνη, να εκστρατεύσει στην περιοχή του Πόντου και άρχισε να προετοιμάζεται για την εκστρατεία στην Ινδία. Τότε, κατά τον Πλούταρχο, άρχισε να πιστεύει πως προοριζόταν να εκπολιτίσει και συναδελφώσει τα έθνη ιδρύοντας ένα δίκαιο οικουμενικό κράτος, σκοπό για τον οποίο αποφασιστικό βήμα θα ήταν η κατάκτηση της Ινδίας.

Έμαθε πως η Ινδία ήταν προσβάσιμη από την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα (σημ. Καμπούλ, στο Αφγανιστάν) και πως υπήρχαν μεγάλοι ποταμοί πέρα από τον Ινδό, δεν γνώριζε όμως τότε ότι αυτοί κατέληγαν στον πρώτο. Επίσης πληροφορήθηκε για την πολιτική κατάσταση στην Ινδία και συγκεκριμένα για τη διάσπαση των Ινδών σε πολλά μεγάλα κράτη που συχνά μάχονταν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις μάχες τους πολλούς ελέφαντες. Ιδιαίτερα έμαθε πως ο Ταξίλης, βασιλιάς της χώρας μεταξύ των ποταμών Ινδού και Υδάσπη, ήταν εχθρός του Πώρου, βασιλιά της χώρας που εκτεινόταν από τον Υδάσπη ως τον Ακεσίνη, και επιθυμούσε να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες.Επειδή ο πόλεμος που θα ακολουθούσε θα απαιτούσε παρατεταμένες και δύσκολες πορείες σε ορεινές περιοχές, ποταμούς και φρούρια όπου θα έπρεπε να αφήνει φρουρές, ο Αλέξανδρος αύξησε την αριθμητική δύναμη του στρατού του και το έκανε πιο ευέλικτο. Ήδη το θεσσαλικό ιππικό και οι περισσότεροι από τους άλλους Έλληνες είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ πολλοί παλαίμαχοι Μακεδόνες και μισθοφόροι είχαν παραμείνει σε φρουρές στις κατακτημένες χώρες. Ο στρατός τώρα περιλάμβανε ενισχύσεις από πεζούς και ιππείς από τη Μακεδονία, καθώς και από Έλληνες μισθοφόρους. Είχε ενταχθεί επίσης σημαντικός αριθμός Ασιατών (Βάκτριοι, Σόγδιοι, Σκύθες, Αραχωτοί, Δάες κ.α.) οι οποίοι δρούσαν ως ιππείς, ιπποτοξότες και ιππακοντιστές. Για τον διάπλου των ποταμών προστέθηκαν πολλοί ναυπηγοί και κωπηλάτες από την Καρία, την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Ωστόσο, παρόλο που το εκστρατευτικό σώμα δεν είχε πια την παλιά εθνική και γλωσσική ομοιογένεια, αποδείχθηκε αποτελεσματικό, χάρη στις ικανότητες των Μακεδόνων διοικητών του και την άριστη ηγεσία του Αλεξάνδρου.

Διάβαση της κοιλάδας του Κωφήνα και άφιξη στον Ινδό ποταμό          

Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο μακεδονικός στρατός ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. ο Αλέξανδρος άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να ακολουθήσουν τον συντομότερο δρόμο, αυτόν μέσα από την κοιλάδα του Κωφήνα, για να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό. Ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική, ορεινή πορεία ώστε να διαφυλάξει τα πλευρά του κύριου εκστρατευτικού σώματος από ενέδρες. Έτσι έφτασε, την άνοιξη του 326 π.Χ., στον Ινδό. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, υπέταξε τη χώρα των Ασπασίων, όπου ισοπέδωσε για παραδειγματισμό την πρώτη πόλη που αντιστάθηκε και εξόντωσε όσους κατοίκους της δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Η τελική υποταγή των Ασπασίων έγινε μετά από μάχη τριπλή μάχη, κατά την οποία αιχμαλωτίστηκαν 40.000 Ασπάσιοι και περιήλθαν στην κατοχή των Μακεδόνων 230.000 βοοειδή.Στη συνέχεια έφτασε στη χώρα των Ασσακηνών, οι οποίοι ήταν οι ισχυρότεροι Ινδοί της περιοχής, όπου πολιόρκησε την πρωτεύουσά τους, Μάσσαγα (σημ. Chakdara του Πακιστάν). Οι Ασσακηνοί συνεπικουρούνταν από 7.000 Ινδούς μισθοφόρους και επιχείρησαν να δώσουν μάχη έξω από την πόλη, όπου νικήθηκαν. Ακολούθησε δύσκολη πολιορκία πέντε ή έξη ημερών μετά από την παρέλευση των οποίων οι πολιορκημένοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαπραγματευτεί χωριστά με τους Ινδούς μισθοφόρους, πείθοντάς τους να αφήσουν την πόλη. Εκεί τη νύχτα τους κύκλωσε και τους εξόντωσεαντιστάθηκε και αυτή μέχρις ότου οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν νύχτα, καταφεύγοντας στην Άορνο Πέτρα, φυσικά οχυρή θέση που ταυτίζεται με το Πιρ-Σαρ, στο Πακιστάν, τον χειμώνα του 327 π.Χ προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η κατάληψη της Αόρνου Πέτρας ήταν κατόρθωμα που προσέδωσε στον Αλέξανδρο τη φήμη του ακατανίκητου κατακτητή που ήταν κανός για υπεράνθρωπα κατορθώματα. Μετά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και δύσκολη πορεία στο ορεινό βόρειο τμήμα της χώρας των Ασσακηνών, έφτασε στον Ινδό όπου συναντήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό του, την άνοιξη του 326 π.Χ. Η διάβαση του Ινδού έγινε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων.

Πορεία από τον Ινδό μέχρι τον Ύφαση

Πριν συνεχίσει την πορεία, ο Αλέξανδρος τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες και γυμνικούς και ιππικούς αγώνες δίπλα στον ποταμό. Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο στρατός πέρασε στην απέναντι όχθη, μέσω μεγάλης γέφυρας που είχε κατασκευαστεί για τον σκοπό αυτό και θεωρείται τεχνικό κατόρθωμα. Στην αντίπερα όχθη εκτεινόταν το κράτος του συμμάχου του, Ταξίλη. Το εκστρατευτικό σώμα το υποδέχθηκε τιμητικά ο ίδιος ο Ταξίλης στην πρωτεύουσά του, τα Τάξιλα (σημ. Σαχ Ντέρι, στο Πακιστάν), πολυάνθρωπη και πλούσια πόλη και μεγάλο κέντρο του Βραχμανισμού. Ο Αλέξανδρος αντάμειψε με μεγάλο χρηματικό ποσό τον Ταξίλη για τις υπηρεσίες του, τον κατέστησε όμως υποτελή και άφησε φρουρά στα Τάξιλα. Εκεί οι επιστήμονες που ακολουθούσαν τον στρατό του Αλεξάνδρου άρχισαν να μελετούν τη χλωρίδα της Ινδίας, ενώ εντύπωση τους προκάλεσαν οι γυμνοί μοναχοί, τους οποίος ονόμασαν «γυμνοσοφιστάς». Τότε ο Αλέξανδρος έστειλε τον Ονησίκρητο, μαθητή του Διογένη, για να συζητήσει μαζί τους. Ένας από αυτούς, ο Κάλανος, ακολούθησε τον στρατό στη μετέπειτα πορεία του. Στα Τάξιλα τότε κατέφθασαν πρεσβείες από τις γύρω χώρες, δηλώνοντας υποταγή, εκτός από τον θαρραλέο Πώρο ο οποίος έστειλε το μήνυμα πως θα περιμένει, ένοπλος, τον Αλέξανδρο στον Υδάσπη. Ακολούθως ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο βασιλιάς Πώρος περίμενε στην απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό, ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στη διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5.000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.

Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες, οι οποίοι διέθεταν 15.000-20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι’ αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη.] Ο Αλέξανδρος φέρθηκε τιμητικά στον ηττημένο Ινδό βασιλιά και τον άφησε να βασιλεύει στη χώρα του, ως σύμμαχός του, αφού με τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη. Οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν πως ο Αλέξανδρος φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή εντυπωσιάστηκε από την υπερήφανη στάση του Πώρου. Όμως είναι γνωστό πως φέρθηκε με τον σκληρότερο τρόπο σε άλλους ηττημένους, όπως στην Τύρο, τη Γάζα και τη Σογδιανή Πέτρα. Έτσι είναι πιθανότερο πως δεν πείραξε τον Πώρο από πολιτικό υπολογισμό, καθώς επιθυμούσε να έχει ένα ισχυρό συμμαχικό βασίλειο ως ασπίδα των δικών του συνόρων.

Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του προς τους ποταμούς Ακεσίνη και Υδραώτη (σημ. Ράβι, στο Πουντζάμπ). Στη συνέχεια ανάγκασε τους Γλαυγανίκες (ή Γλαύσες), κατοίκους πολυάνθρωπης χώρας, να συνθηκολογήσουν μαζί του και να υπαχθούν στο κράτος του Πώρου. Τότε έμαθε πως οι Ασσακηνοί είχαν επαναστατήσει και σκότωσαν τον ύπαρχο (διοικητή της χώρας) και έστειλε εναντίον τους τον σατράπη Φίλιππο του Μαχάτα να καταστείλει την εξέγερση. Όταν έφτασε στον Υδραώτη, έμαθε πως ο πολεμικότατος λαός των Καθαίων ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει αν εισέβαλλε στη χώρα τους, ορμώμενος από την οχυρή πόλη Σάγγαλα. Ακολούθησε σκληρή μάχη κατά την οποία οι Καθαίοι, οχυρωμένοι πίσω από τριπλή σειρά από άμαξες, ηττήθηκαν και κατέφυγαν στην πόλη τους. Από εκεί επιχείρησαν επανηλειμμένα έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Τελικά οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη και την ισοπέδωσαν εντελώς. Οι απώλειες των Καθαίων ήταν, κατά τον Αρριανό, 17.000 νεκροί και 70.000 αιχμάλωτοι ενώ από τους Μακεδόνες 100 νεκροί και 1.200 βαριά τραυματισμένοι.

Στη συνέχεια ο στρατός έφτασε, εν μέσω της εποχής των μουσώνων, στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Τα στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό και ο Αλέξανδρος ίδρυσε στην αντίπερα όχθη του την ανατολικότερη όλων των Αλεξανδριών, την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση. Μετά από τα τελετουργικά της αποχώρησης και αφού έχτισε δώδεκα μεγαλοπρεπείς στύλους καθ’έναν αφιερωμένο σε έναν θεό του Ολύμπου, διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στη Νίκαια και τη Βουκεφάλα.

Εκστρατεία εναντίον των Μαλλών
Έπειτα, λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα (5.000 πεζούς, 7.000 ιππείς, καθώς και πανοπλίες και φάρμακα), στράφηκε προς τον νότο με σκοπό να ακολουθήσει τον ρου του Ινδού έως τη θάλασσα. Ναυπήγησε στόλο από 80 τριακοντόρους και πολύ περισσότερα μικρά πλοία (χωρίς τα πολύ μικρά πλοία και τις σχεδίες, το σύνολο πρέπει να έφτανε τα 1.000 πλεούμενα) και, πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε στη χώρα των Μαλλών. Εκεί οι κάτοικοι αποφάσισαν να αντισταθούν, μαζί με τους γείτονές τους, Οξυδράκες. Τότε ο Αλέξανδρος διαίρεσε τον στρατό του σε τρία τμήματα. Το δικό του τμήμα θα επιχειρούσε εναντίον των Μαλλών ενώ τα άλλα δύο θα αιχμαλώτιζαν όσους θα προσπαθούσαν να διαφύγουν. Η εκστρατεία πήρε από την αρχή χαρακτήρα εξόντωσης των ντόπιων οι οποίοι είτε αμύνονταν μέχρι τέλους στις πόλεις τους είτε διέφευγαν προς άλλες οχυρές πόλεις της περιοχής. Στην τελευταία πολιορκία τραυματίστηκε σοβαρά ο ίδιος ο Αλέξανδρος, από βέλος στο στήθος, όταν ανέβηκε στο τείχος, προκειμένου να ενθαρύνει τους άντρες του. Γύρω του έγινε μεγάλη μάχη και οι σύντροφοί του κατόρθωσαν να τον διασώσουν, άλλοι σκαρφαλώνοντας στο τείχος και άλλοι παραβιάζοντας την πύλη του. Ακολούθησε σφαγή των Ινδών ενώ ο Αλέξανδρος χρειάστηκε αρκετές ημέρες για να αναρρώσει, κατά τη διάρκεια των οποίων οι στρατιώτες του αγωνιούσαν μη πιστεύοντας τις ειδήσεις πως ο βασιλιάς τους είναι ζωντανός. Η εκστρατεία τελείωσε με επιτυχία αφού οι Μαλλοί που απέμειναν δήλωσαν υποταγή, όπως και οι γείτονές τους, Οξυδράκες. Όμως οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως η πιο αιματηρή από όλες τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς προκάλεσε την καταστροφή πολλών πόλεων και την εξολόθρευση ολόκληρων πληθυσμών.

Πορεία προς τις εκβολές του Ινδού    
Μετά από ενίσχυση του στόλου του, ο Αλέξανδρος έπλευσε από τον Υδραώτη μέχρι τη συμβολή του με τον Ακεσίνη και μέσω του τελευταίου έφτασε ξανά στον Ινδό. Εκεί στη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού έδωσε εντολή να χτιστεί μία Αλεξάνδρεια η οποία θα διέθετε και νεωσοίκους (στέγαστρα για τα ανελκυσμένα πλοία). Μετά προχώρησε στη χώρα των Σόγδων, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει μαζί του, ιδρύοντας και εκεί μία Αλεξάνδρεια. Κατόπιν προχώρησε νοτιότερα, στις επικράτειες των σατραπών Μουσικανού, Οξυκανού και Σάμβου τις οποίες και υπέταξε. Μαθαίνοντας ότι ο Μουσικανός επαναστάτησε, ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του τον Πείθωνα, τον οποίο είχε ορίσει σατράπη της περιοχής αυτής. Ο Πείθωνας κυρίευσε τις πόλεις των επαναστατών, μετέτρεψε τους κατοίκους, Βραχμάνες, σε δούλους και εγκατέστησε φρουρές, τιμωρώντας σκληρά τον Μουσικανό.Τελικά έφτασε στις εκβολές του Ινδού, στην πόλη Πάτταλα. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πείστηκαν τελικά να γυρίσουν. Ο Αλέξανδρος ήθελε να μετατρέψει την πόλη σε ναυτική βάση του και γι αυτό έδωσε εντολή να οχυρωθεί με ακρόπολη, και να κατασκευαστούν πηγάδια και ναύσταθμος με νεωσοίκους. Εν τω μεταξύ ο ίδιος επιδόθηκε σε εξερεύνηση του ανατολικού βραχίονα του Ινδού.

Ο δρόμος της επιστροφής
Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσίων και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου
 
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία (σημ. Κερμάν του Ιράν) όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη στους Μαλλούς της Ινδίας.

Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα, την κόρη του Δαρείου Γ΄. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα, και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».

Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.

Το έργο του Αλέξανδρου

 ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ : Ο Αλέξανδρος δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατορία (από την Αδριατική θάλασσα ως τον Ινδό ποταμό και από την Κασπία θάλασσα ως την Αίγυπτο). Μέσα σε αυτό το κράτος πολλοί διαφορετικοί λαοί, που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, είχαν διαφορετικές θρησκείες και διαφορετικές νοοτροπίες και παραδόσεις.

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη