Τα γεγονότα και η αρχή της πρώτης σταυροφορίας 1096 Μ.Χ

Ο πρόδρομος της Πρώτης σταυροφορίας και η καταστροφή της στην Μικρά Ασία από τους Σελτζούκους Τούρκους

"Κάποιος Κέλτης, Πέτρος το όνομα, επονομαζόμενος Κουκούπετρος, είχε μόλις και μετά βίας επιστρέψει στον τόπο του μετά το ταξίδι που είχε επιχειρήσει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους στο διάστημα του οποίου είχε υποφέρει τα πάνδεινα από τους Τούρκους και τους Σαρακηνούς που καταλήστευαν τότε ολόκληρη την Ασία. Η σκέψη ότι είχε αποτύχει στο σκοπό του του ήταν ανυπόφορη, γι'αυτό και ήθελε να επαναλάβει το εγχείρημα. Ξέροντας όμως πως δεν πρέπει να ξεκινήσει και πάλι μόνος την οδοιπορία προς τον Άγιο Τάφο για να μην πάθει ακόμα χειρότερα, συνέλαβε ένα συνετό σχέδιο: να διαλαλήσει σ'όλες τις χώρες των Λατίνων πως "Φωνή Κυρίου"με προστάζει να διακηρύξω σ'όλους τους κόμητες της Φραγκίας να φύγει ο καθένας τους από τον τόπο του και να πάνε για προσκύνημα στον Άγιο Τάφο και ν'αγωνιστούν μ' όλη τη δύναμη των χεριών και της ψυχής τους για την απελευθέρωση των Ιεροσολύμων από την καταδυνάστευση των Αγαρηνών". Και πράγματι το κατάφερε: σαν να είχε στ' αλήθεια μιλήσει σε όλων τις ψυχές με τη φωνή του Κυρίου, κατόρθωσε να συγκεντρώσει από παντού τους Κέλτες που άρχισαν να καταφθάνουν καθένας από τα μέρη του με τα όπλα τους και τ'άλογά τους κι όλη την άλλη πολεμική προπαρασκευή. Γεμάτοι ζήλο και ορμή πλημμύριζαν όλους τους δρόμους. Τους Κέλτες εκείνους στρατιώτες ακολουθούσαν άνθρωποι άοπλοι, πλήθος αμέτρητο σαν την άμμο και σαν τ'άστρα, με φοινικόκλαδα και σταυρούς στους ώμους, γυναίκες και παιδιά που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Ήταν σαν να' βλεπες κάποια ποτάμια να συρρέουν από παντού και, περνώντας ως επί το πλείστον από τη Δακία, να ορμάνε πανστρατιά στα δικά μας εδάφη". (Πηγή: Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα).




Ο Πέτρος ο Ερημίτης (Pierre l'Ermite, 1053 - 1115), γνωστός και σαν Πέτρος της Αμιένης, ήταν Γάλλος ιερωμένος (μοναχός). Γεννήθηκε στην Πικαρδία, Γαλλία το 1053. Ο Ερημίτης μετατράπηκε σε σφοδρό υπέρμαχο των Σταυροφοριών, λόγω κακομεταχείρησης που υπέστη από τους Σελτζούκους, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στους Αγίους Τόπους. Σε συνεργασία με τον Πάπα Ουρβανό Β' που ήταν ο οργανωτής της, τέθηκε επικεφαλής της Α' Σταυροφορίας (1095), από κοινού με τον ιππότη Βαλέριο τον Ακτήμονα. Η Σταυροφορία κατέληξε σε πανωλεθρία, με συνέπεια ο Πέτρος να διασωθεί δύσκολα και στη συνέχεια να ενταχθεί σε ένα έτερο τάγμα σταυροφόρων, υπό την ηγεσία του Γοδεφρείγου Μπουγιόν. Ο Πέτρος ο Ερημίτης πήρε μέρος στις εκστρατείες για την κατάληψη των πόλεων της Αντιόχειας (1097) και της Ιερουσαλήμ (1099). Πέθανε στη Λιέγη, Βέλγιο, το 1115.



Στις αρχές του 1096, ο Πέτρος ο Ερημίτης, έχοντας περιοδεύσει στη Γαλλία και στη Γερμανία, έφτασε στην Κολωνία. Από εκεί, έχοντας μαζέψει χιλιάδες λαού γύρω του, άρχισε την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο καλά όσο έδειχναν. Η σταυροφορία του λαού, όπως ονομάστηκε αλλιώς η σταυροφορία του, ήταν στην ουσία σταυροφορία απλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν πολεμήσει ξανά, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, μερικοί φτωχοί ιππότες και αρκετοί τυχοδιώκτες. Όλοι αυτοί νόμιζαν ότι η πορεία στην Ιερουσαλήμ θα ήταν εύκολη, σύντομη και ότι στη Γη της Επαγγελίας θα πλούτιζαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Όταν αυτές οι ψευδαισθήσεις άρχισαν να διαλύονται άρχισε να διαλύεται η πίστη τους στο πρόσωπο του Πέτρου και μαζί η όποια συνοχή μπορούσε να έχει αυτός ο συρφετός. Στην Ουγγαρία και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λεηλάτησαν και έκαψαν πόλεις, σκότωσαν και τρομοκράτησαν τον τοπικό πληθυσμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός τους πρόλαβε, τους σταμάτησε και τους οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο αυτοκράτορας Αλέξιος συναντήθηκε με τον Πέτρο και τον συμβούλευσε να μην περάσει αμέσως στην Ασία αλλά να περιμένει και τους υπόλοιπους σταυροφόρους που θα ήταν πιο καλά οπλισμένοι και οργανωμένοι. Όμως πολύ σύντομα το πλήθος που ακολουθούσε τον Πέτρο άρχισε να θυμώνει και να κατηγορεί τον αυτοκράτορα που δεν τους άφηνε να περάσουν απέναντι, στην Μικρά Ασία, ενώ οι επιδρομές στα προάστια της Κωνσταντινούπολης ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο Αλέξιος μετά από αυτά βιάστηκε να τους μεταφέρει απέναντι με πλοιά όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες περισσότερο εναντίον των ντόπιων χριστιανών παρά εναντίον των μουσουλμάνων. Πλέον, όμως, ο Πέτρος δεν ασκούσε καμία εξουσία πάνω στον όχλο και παρά τις αρχικές τους επιτυχίες οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν σε ενέδρα των Σελτζούκων υπό τον σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Α' ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ελάχιστοι γλίτωσαν και μεταφέρθηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και σε άσχημη κατάσταση.


Η Σταυροφορία του Λαού ήταν μέρος της Α' Σταυροφορίας και διήρκεσε έξι μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1096. Τελικά οι μουσουλμάνοι Σελτζούκοιεπικράτησαν νικώντας και συντρίβοντας ολοκληρωτικά τους Δυτικούς. Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια Σταυροφορία για τις 15 Αυγούστου 1096. Η απήχηση ήταν όμως τόσο μεγάλη, που ξέφυγε από τον έλεγχό του, αφού ένα μεγάλο πλήθος χωρικών και κατώτερων ευγενών μαζεύτηκε εντελώς απρόοπτα τον Απρίλιο του 1096 και ξεκίνησαν από μόνοι τους να κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Οι συνθήκες ζωής του αγροτικού πληθυσμού την εποχή εκείνη ήταν άθλιες, αφού η πείνα και η πανδημία θέριζαν λόγω συνεχών και εκτεταμένων καταστροφών της σοδειάς από ξηρασίες. Η Σταυροφορία ήταν για πολλούς η μόνη διέξοδος από την δυστυχία. Παράλληλα, τα στοιχεία της φύσης έστελναν ακατανόητους και τρομακτικούς οιωνούς που είχαν ξεκινήσει από το 1095. Καταιγίδες μετεωριτών, πολλαπλές εμφανίσεις του πολικού σέλαος, μια έκλειψη Σελήνης και η εμφάνιση ενός κομήτη έσπερναν τον τρόμο στον αγράμματο πληθυσμό, ενώ ερμηνεύονταν ως θεϊκές προτροπές για το ξεκίνημα της Σταυροφορίας, καθώς και τον σίγουρο ερχομό της δευτέρας παρουσίας. Ακόμα και μια μαζική δηλητηρίαση από ερυσίβη πριν από την Σύνοδο της Κλερμόν, οδήγησε σε ομαδικά προσκυνήματα. Επόμενο ήταν λοιπόν, τα πλήθη να ακολουθήσουν με μιας την εντολή του Πάπα. Αντί για λίγες χιλιάδες ιππότες, όπως ήλπιζε ο Πάπας, ξαφνικά παρουσιάστηκαν σχεδόν εκατό χιλιάδες άμαχος πληθυσμός από άνδρες, γυναίκες και παιδιά.


Αρχηγός της Σταυροφορίας ήταν ο λεγόμενος Πέτρος ο Ερημίτης από την Αμιένη, ο οποίος ήταν ντυμένος με κουρέλια και ταξίδευε πάνω σε γαϊδουράκι. Ο Πέτρος ο Ερημίτης προηγουμένως είχε κάνει φλογερά κηρύγματα στην βόρεια Γαλλία και στην Φλάνδρα για την Σταυροφορία. Έλεγε ότι τον έστειλε ο Ιησούς και ότι είχε μαζί του μια επιστολή που του είχε δώσει ο Θεός. Οι Σταυροφόροι που παρουσιάστηκαν ήταν όλων των ειδών φτωχοί και τυχοδιώκτες. Ο Πάπας είχε υποσχεθεί ότι θα τους έδινε άφεση αμαρτιών και ανοχή, και γι' αυτό πολλοί παρουσιάστηκαν για να ξεφύγουν από τον νόμο και να προβούν σε λαφυραγωγήσεις. Στις 12 Απριλίου ο Πέτρος συνέλεξε τους «πτωχούς» του στην Κολωνία για να κάνει κήρυγμα στους Γερμανούς. Μερικές χιλιάδες Γάλλοι, όμως, δεν θέλησαν να περιμένουν, και ξεκίνησαν πριν από την άφιξη του Πέτρου. Υπό την οδήγηση του Βάλτερ έφθασαν στην Ουγγαρία στις 8 Μαΐου και την διαπέρασαν χωρίς να συμβεί τίποτα, φτάνοντας στον ποταμό Σάβα (ποταμός) στο Βελιγράδι που τότε ήταν στα σύνορα του Βυζαντίου. Ο διοικητής του Βελιγραδίου, όντας απροετοίμαστος και μην ξέροντας τι να κάνει, τους απαγόρευσε την είσοδο. Οι Σταυροφόροι αφού εγκλωβίστηκαν, αναγκαστικά άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή για να βρουν φαγώσιμα. Ξέσπασαν μάχες με την τοπική φρουρά, ενώ ακολούθησαν και άλλες λεηλασίες σε διάφορες τοπικές αγορές. Η κατάσταση οξύνθηκε, οι Ούγγροι συνέλαβαν τον Βάλτερ και μερικούς άλλους και τους πήραν τις πανοπλίες και τα ενδύματά τους. Τελικά όμως τους άφησαν να περάσουν, και οι Σταυροφόροι έφτασαν στη Νις (Ναισσο) της Σερβίας όπου τους έδωσαν τροφή και περίμεναν εκεί για να τους έρθει μήνυμα από την Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά, στα τέλη Ιουλίου και υπό συνοδεία του βυζαντινού στρατού έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη.


Ο Πέτρος μαζί με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους ξεκίνησαν από την Κολωνία στις 20 Απριλίου. Ήταν περίπου 20.000 Σταυροφόροι που ακολουθούσαν τον Ερημίτη, ενώ καθ οδόν ερχόντουσαν και άλλοι. Φτάνοντας στον Δούναβη μερικοί πέρασαν με βάρκες στην απέναντι όχθη, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν φθάνοντας στο Σόπρον της Ουγγαρίας. Όπως και οι προηγούμενοι, πέρασαν μέσα από την Ουγγαρία χωρίς διαξιφισμούς και στο Σεμλίν (Ουγγαρία) ξαναενώθηκαν με τους άλλους που είχαν περάσει τον Δούναβη. Εκεί όμως συνάντησαν τις πανοπλίες του Βάλτερ και των άλλων που κρέμονταν έξω από τα τείχη, και υποπτεύθηκαν κάτι κακό. Έγινε και μια μικροδιαμάχη για την τιμή ενός ζευγαριού υποδημάτων και έτσι ξέσπασε ένας καυγάς που οδήγησε σε γενική επίθεση εναντίον της πόλης. Τέσσερις χιλιάδες Ούγγροι σκοτώθηκαν. Οι Σταυροφόροι πέρασαν τον ποταμό Σάβα, στο Βελιγράδι ενεπλάκησαν σε μάχη με την εκεί φρουρά, οι κάτοικοι φύγαν για να γλυτώσουν, και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν και έκαψαν την πόλη. Από κει και μετά ακολούθησε επταήμερη πορεία για την Νις, όπου έφτασαν στις 3 Ιουλίου. Ο διοικητής της πόλης τους υποσχέθηκε να τους δώσει συνοδεία και τρόφιμα ως την Κωνσταντινούπολη. Όταν την επόμενη μέρα ο Πέτρος έδωσε εντολή να ξεκινήσουν, μερικοί από τους Σταυροφόρους για έναν καυγά που έγινε έβαλαν φωτιά σε έναν μύλο. Τότε η φρουρά της Νις έκανε επίθεση προκαλώντας πολυάριθμα θύματα στους Σταυροφόρους. Οι Σταυροφόροι συνέχισαν την πορεία τους, φτάνοντας στη Σόφιαστις 12 Ιουλίου. Από κει και μετά συνέχισαν με συνοδεία για να φτάσουν την 1η Αυγούστου στην Κωνσταντινούπολη.


Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός αν και απροετοίμαστος στην θέα αυτού του πλήθους, προτίμησε να τους αφήσει να περάσουν. Οι Σταυροφόροι διέσχισαν στις 6 Αυγούστου τον Βόσπορο. Οι ακόλουθοι του Πέτρου συνάντησαν τους Σταυροφόρους του Βάλτερ και μια ακόμη ομάδα Ιταλών που είχε καταφθάσει εκείνες τις μέρες. Άρχισαν να λεηλατούν φτάνοντας στην Νικομήδεια. Εκεί ξέσπασε μια διαμάχη ανάμεσα στους Γερμανούς και τους άλλους. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έκαναν νέο αρχηγό τους έναν Ιταλό ονόματι Ράιναλντ και χωρίστηκαν από τους Γάλλους. Οι Γάλλοι όρισαν αρχηγό τους τον Ζοφρουά Μπυρέλ. Οι Σταυροφόροι συνέχισαν τις επιδρομές στα γύρω χωριά μέχρι που έφτασαν στην Νίκαια της Βιθυνίας. Οι Γερμανοί με 6.000 Σταυροφόρους κατέλαβαν το φρούριο Ξερίγορδο για να το χρησιμοποιούν σαν καταφύγιο για τις επιδρομές τους. Για πρόφαση ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να προστατεύσουν τον ως επί το πλείστον χριστιανικό πληθυσμό. Οι Τούρκοι απάντησαν με μεγάλο στρατό που πολιόρκησε την πόλη, τους έκοψε το νερό, και ανάγκασε τους Σταυροφόρους να παραδοθούν. Όσοι δεν έγιναν μουσουλμάνοι εκτελέστηκαν.


Εν τω μεταξύ, στο κύριο στρατόπεδο των Σταυροφόρων διαδόθηκε από Τούρκους κατασκόπους η φήμη, ότι οι Γερμανοί μετά από την κατάληψη της Ξεριγόρδου επιτέθηκαν και πήραν και τη Νίκαια. Οι υπόλοιποι Σταυροφόροι ξεσηκώθηκαν για να προλάβουν και αυτοί μερικά λάφυρα. Έμαθαν όμως έγκαιρα την αλήθεια και τρομοκρατήθηκαν. Μερικοί πρότειναν να περιμένουν τις ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη που είχε πάει να φέρει ο Πέτρος ο Ερημίτης. Ο Μπυρέλ όμως, που είχε την αρχηγία και τους περισσότερους οπαδούς, προτίμησε την άμεση επίθεση. Το πρωί της 21ης Οκτωβρίου ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων τέθηκε σε πορεία με προορισμό τη Νίκαια, ενώ ο άμαχος πληθυσμός, τα γυναικόπαιδα, άρρωστοι και γέροι έμειναν στο καταφύγιο στρατόπεδο. Στον δρόμο προς τη Νίκαια οι Τούρκοι τους είχαν στήσει ενέδρα και τους περίμεναν. Οι Σταυροφόροι έπεσαν πάνω στην ενέδρα και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, ενώ οι περισσότεροι σκοτώθηκαν (Μάχη Κιβωτού Βιθυνίας 1096 Μ.Χ.). Τα παιδιά πιάστηκαν όμηροι και πουλήθηκαν σκλάβοι. Ο Μπυρέλ όμως μαζί με 3.000 άνδρες κατέφυγαν σε ένα ερειπωμένο φρούριο και σώθηκαν μετά από επέμβαση των Βυζαντινών που διέλυσαν την πολιορκία των Τούρκων και οδήγησαν τους Σταυροφόρους πίσω στην Κωνσταντινούπολη.

Μέχρι να τελειώσει έτσι άδοξα η σταυροφορία του λαού, νέες ομάδες σταυροφόρων έφταναν σταδιακά στην Κωνσταντινούπολη, προξενώντας και αυτοί προβλήματα από όπου περνούσαν. Οι νέοι σταυροφόροι είχαν εμπειροπόλεμους αρχηγούς και όλοι ήταν καλά εξοπλισμένοι. Αρχηγοί τους ήταν, ο αντιπρόσωπος του πάπα, Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Ο τελευταίος είχε εισβάλει μαζί με τον πατέρα του, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, στην αυτοκρατορία πριν από 15 χρόνια, χωρίς επιτυχία. Αυτόν, ειδικά, οι Βυζαντινοί τον έβλεπαν με καχυποψία, αν όχι με μίσος. Ο Αλέξιος, με συνετή πολιτική και συνεχείς διαπραγματεύσεις με όλους τους αρχηγούς των Σταυροφόρων, κατάφερε να τους υποχρεώσει να υποσχεθούν να επιστρέψουν όλα τα εδάφη που θα καταλάμβαναν μέχρι την Αντιόχεια στην αυτοκρατορία, και σε αντάλλαγμα τους μετέφερε με καράβια στη Μικρά Ασία και τους έδωσε οδηγούς και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα μέχρι την Αντιόχεια.


Η πρώτη πόλη που χτύπησαν οι σταυροφόροι για να εκδικηθούν τη σφαγή των ομοεθνών τους ήταν η Νίκαια της Βιθυνίας στις αρχές του 1097. Ο Κιλίτζ Αρσλάν, που πίστευε ότι οι καινούριοι πολεμιστές που έρχονταν δε θα ήταν κάτι διαφορετικό από αυτούς που είχε νικήσει μερικούς μήνες πριν, βρέθηκε να πολεμά με οργανωμένους και εμπειροπόλεμους πολεμιστές με πανοπλίες. Ηττήθηκε και αποσύρθηκε στα βουνά εγκαταλείποντας την πρωτεύουσά του στην τύχη της. Οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Νίκαια, η οποία μετά από λίγο καιρό ήταν έτοιμη να πέσει στα χέρια τους. Η φρουρά της Νίκαιας, όμως, προχώρησε σε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς και συμφώνησε να παραδώσει την πόλη μόνο σε αυτούς. Οι Βυζαντινοί μπήκαν μέσα στην πόλη νύχτα από τη μεριά της λίμνης και κρυφά από τους σταυροφόρους. Αυτό το γεγονός, καθώς και η απώλεια των λαφύρων εξόργισε τους σταυροφόρους αλλά συνέχισαν χωρίς φασαρίες την πορεία τους προς την Αντιόχεια. Στο δρόμο για την Αντιόχεια ο Κιλίτζ Αρσλάν τους επιτέθηκε στο Δορύλαιο αλλά κατάφεραν να τον νικήσουν. Ο Κιλίτζ Αρσλάν δεν τους ενόχλησε ξανά και ο δρόμος μέχρι την Αντιόχεια ήταν ανοικτός,όμως η πορεία τους ήταν μαρτυρική και πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες.

Reblog/links : http://greekhistoryandprehistory.blogspot.com/

إرسال تعليق

أحدث أقدم